-
1 επαναφορα
- ᾶς ἥ1) отнесение или подведение, сведение(ἐπί τι Arst.)
2) астр. восхождение Sext.3) рит. эпанафора ( повторение одного и того же слова в начале смежных стихов или предложений) -
2 επαναφορά
η1) приведение обратно; 2) повторная постановка (вопроса); 3) восстановление (уволенного; порядка и т. п.); 4) тех отпуск (стали и т. п.) -
3 ζωή
η в разн. знач жизнь;η επαναφορά στη ζωή — возвращение к жизни;
βρίσκομαι εν τη ζωή — быть в живых, жить;
είμαι όλο ζωή — или έχω πολλή ζωή μέσα μου — быть полным жизни, быть жизнерадостным;
δίνω ζωή — оживлять, вносить оживление;
ξέρω τη ζωή — знать жизнь;
κερδίζω τη ζωή μου — зарабатывать на жизнь;
αλλάζω τη ζωή μου — менять образ жизни;
η ζωή στην 'Αθήνα είναι ακριβή — стоимость жизни в Афинах очень высока;
πολύ ακρίβηνε η ζωή — жизнь очень вздорожала;
§ σκυλίστα ζωή — собачья жизнь;
ζωή στα μουλάρια ( — или κατσικομούλαρά) σου — полный провал, дело провалилось;
η ζωή αυτής της κυβερνήσεως θα είναι σύντομη — дни этого правительства сочтены;
περνώ ζωή και κόττα — или περνώ ζωή χαρισάμενη — жить в своё удовольствие, жить припеваючи;
(βρίσκομαι) μεταξύ ζωής και θανάτου (находиться) между жизнью и смертью;η ζωή κρέμεται από μιά τρίχα — быть на волосок от смерти;
εφ' όρου ζωής всю жизнь, до сомой смерти;ουδέποτε στη ζωή μου! — никогда в жизни!;
στη ζωή μου! — клянусь жизнью!;
στη ζωή σου; — в самом деле?; — это возможно?;
ζωή σε λόγου σας — вам нужно жить, теперь уж берегите себя (выражение соболезнования семье покойного);
ζω να χετε — и вам долгих лет жизни! (ответ на соболезнование)
См. также в других словарях:
ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… … Dictionary of Greek
επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)