-
1 наплавка
1. (нанесение одного металла на поверхность другого) η επιμετάλλωση 2. (нанесение твёрдого сплава) η επένδυση με σκληρό κράμα 3. (восстановление толщины, наращивание) η γόμωσηη επαναφορά του αρχικού πάχους, η επαναφορά της αρχικής μορφής4. (одной детали на другую) η κόλληση ενός στοιχείου σε άλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наплавка
-
2 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
3 восстановление
-я ουδ.1. αποκατάσταση, επανόρθωση• αναστήλωση• ανακαίνιση• ανοικοδόμηση•восстановление разрушенной промышленности η ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας•
восстановление города η ανοικοδόμηση της πόλης•
восстановление здоровья η αποκατάσταση της υγείας.
2. μτφ. αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατάσταση, επαναφορά•восстановление в должности αποκατάσταση στο αξίωμα.
-
4 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
5 возвращение
(в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά, η επάνοδος, το ξαναγύρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > возвращение
-
6 инициализация
(установление в исходное состояние) вчт. η επαναφορά (στην αρχική κατάσταση)η επανέναρξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инициализация
-
7 наваривание
1. (восстановление прежней формы сваркой) η επαναφορά της προηγουμένης μορφής (μέσω ηλεκτροκόλ-λησης) 2. (одной детали на другую) η ηλεκτροκόλληση ενός στοιχείου πάνω σε άλλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наваривание
-
8 отпуск
1. (выдача чего-л) η έκδοση, η παράδοση 2. (снабжение) η παροχή, η παραχώρηση, η χορήγηση 3. (стали) η επαναφορά του χάλυβαвысокий - στους 450-650°С, η επιβελτίωσηнизкий - στους 120-250°С средний - στους 300-400°С 4. (освобождение от работы на определённый срок для отдыха) η άδειαдекретный - του τοκετού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отпуск
-
9 повтор I.см. повторение
2. литер. η αναφορά, η επαναφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повтор I.см. повторение
-
10 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
11 реставрация
1. (произведений искусства) η συντήρηση, η αναστήλωση, η αναπαλαίωση 2. (восстановление прежнего, свергнутого политического строя) η επαναφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реставрация
-
12 восстановление
восстановлениес1. ἡ ἀποκατάσταση [-ις], ἡ ἀνασύσταση [-ις], ἡ ἀνασυγκρότηση [-ις]:\восстановление памятника ἀναστήλωση τοῦ μνημείου· \восстановление здоровья (отношений) ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας (τῶν σχέσεων)· \восстановление мира ἡ είρήνευση· \восстановление народного хозяйства ἡ ἀνόρθωση (или ἀνασυγκρότηση) τής ἐθνικής οίκονομίας· \восстановление зда́ния ἡ ἐπιδιόρθωση, ἡ ἐπισκευή κτιρίου· \восстановление связи воен. ἡ ἐπανασύνδεση·2. (в памяти) ἡ ἐπαναφορά στή μνήμη·3. (кого-л. β чем-л.) ἡ ἀποκατάσταση, ἡ ἐπανόρθωση, ἡ παλινόρθωση:\восстановление в правах ἡ ἀποκατάσταση (или ἡ ἐπανάκτηση) τῶν δικαιωμάτων·4. хим. ἡ ἀποξείδωση, ἡ ἀποξυγόνωση[-ις]. -
13 водворение
-я ουδ.1. εγκατάσταση, τοποθέτηση.2. αποκατάσταση, επαναφορά (τάξης, ησυχίας κλπ.). -
14 возвращение
-я ουδ.1. επιστροφή, επάνοδος, γύρισμα, -μός, επανάκαμψη.2. απόδοση, επιστροφή, γύρισμα (χρημάτων, ειδών κ.τ.τ.).3. (επ)ανάκτηση, επαναφορά• ανάνηψη (υγείας, δυνάμεων, αισθήσεων κ.τ.τ.). -
15 вправка
-и θ., επαναφορά στη θέση (γα σπασμένο, στραμπουλισμένο μέλος του σώματος). -
16 конъектура
-ы а παλ. εικασία, στοχασμός. || διόρθωση, επαναφορά στη θέση ή μορφή που αρμόζει. -
17 освежение
-я ουδ.1. δρόσιση, -σμα.2. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεψη, επαναφορά στη μνήμη. -
18 отрезвление
-я ουδ.ανάνηψη, ξεμέθυσμα. || μτφ. επαναφορά στα λογικά, στα συγκαλά. -
19 репозиция
-и θ.επανάθεση, επαναφορά στη θέση (για κάταγμα κ.τ.τ.). -
20 репродукция
-и θ.αναπαραγωγή• αναπαράσταση• ανατύπωση. || επαναφορά (στη μνήμη).
См. также в других словарях:
ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… … Dictionary of Greek
επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)