-
1 επαγωγή
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom /voc /acc dualἐπαγωγεύςcoat of clay: masc acc sg——————ἐπαγωγῆι, ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc dat sg (epic ionic)ἐπαγωγήbringing on: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 επαγωγή
-
3 ἐπαγωγή
-
4 ἐπαγωγῆ
Βλ. λ. επαγωγή -
5 ἐπαγωγῇ
Βλ. λ. επαγωγή -
6 ἐπαγωγή
ἐπαγωγ-ή, ἡ,2 bringing in to one's aid, introduction,τὴν τῶν Ἀθηναίων ἐ. Id.3.100
, cf. 82 (pl.); introduction of food through the gullet, Arist.Spir. 483a9.4 allurement, enticement,ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς ἐ. D.19.322
.b incantation, spell, in pl., Pl.R. 364c, Lg. 933d; Ἑκάτης φάσκων ἐπαγωγὴν γεγονέναι saying that Hecate had put it under a spell, Thphr.Char.16.7.5 process of reasoning, Aristox.Harm.pp.4,53M.b esp. in the Logic of Aristotle, argument by induction (cf.ἐπάγω 1.10b
),ἐ. ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔφοδος Top.105a13
;μανθάνομεν ἢ ἐπαγωγῇ ἢ ἀποδείξει APo.81a40
;διδασκαλία.. ἡ μὲν δι' ἐπαγωγῆς ἡ δὲ συλλογισμῷ EN1139b27
;ἔστι τὸ μὲν παράδειγμα ἐ., τὸ δ' ἐνθύμημα συλλογισμός Rh.1356b3
; so later συλλογισμοὺς ἢ ἐπαγωγὰς περαίνοντας Polystr.p.11 W., cf. Plot.2.4.6, etc.; also of dialectical argument which leads an opponent into a trap, Gell.6(7).3.34, D.L.3.53.6 in Tactics, sequence formation, one wing following the other, opp. παραγωγή, Ascl.Tact.10.1,11.2,4.7 leading away into captivity, captivity, LXX Is.14.17: generally, distress, misery, ib.Si.23.14 (pl.), cf. Hsch.8ἡ τῆς τριχὸς ἐ.
direction of growth,D.S.
3.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαγωγή
-
7 ἐπαγωγή
-ῆς ἡ N 1 1-0-2-0-11=14 Dt 32,36; Is 10,4; 14,17; Od 2,36; Sir 2,2distress, miseryCf. CAIRD 1968b=1972 130; WALTERS 1972, 129 -
8 επαγωγή
1) induction2) inferenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επαγωγή
-
9 επαγωγήι
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc dat sg (epic ionic)ἐπαγωγῇ, ἐπαγωγήbringing on: fem dat sg (attic epic ionic) -
10 ἐπαγωγῆι
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc dat sg (epic ionic)ἐπαγωγῇ, ἐπαγωγήbringing on: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 επαγωγά
ἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc /acc dualἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπαγωγόςbringing on: neut nom /voc /acc pl -
12 ἐπαγωγά
ἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc /acc dualἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπαγωγόςbringing on: neut nom /voc /acc pl -
13 επαγωγής
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom plἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom /voc plἐπαγωγήbringing on: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 ἐπαγωγῆς
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom plἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom /voc plἐπαγωγήbringing on: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 επαγωγαίς
-
16 ἐπαγωγαῖς
-
17 επαγωγαί
-
18 ἐπαγωγαί
-
19 επαγωγών
-
20 ἐπαγωγῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Επαγωγή — (epagoge) (греч.) приведение. Индукция. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπαγωγή — bringing on fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
επαγωγή — η 1. (λογ.), συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές μερικές κρίσεις. 2. στη ρητορική σχήμα με επισώρευση πολλών όμοιων παραδειγμάτων για να καταδειχτεί η ορθότητα μιας σκέψης. 3. (φυσ.), η διέγερση ηλεκτρικής τάσης ή η ανάπτυξη μαγνητικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγωγῇ — ἐπαγωγῆι , ἐπαγωγεύς coat of clay masc dat sg (epic ionic) ἐπαγωγή bringing on fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγῆ — ἐπαγωγεύς coat of clay masc nom/voc/acc dual ἐπαγωγεύς coat of clay masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… … Dictionary of Greek
ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… … Dictionary of Greek
ЭПАГОГЭ — • Έπαγωγή, называлось 1. магическое заговаривание, которым заклинали особенно подземных богов об оказании помощи людям, или злых духов, чтобы они напугали другого человека, часто в соединении с επωδή; 2. в логике и… … Реальный словарь классических древностей
ἐπαγωγαῖς — ἐπαγωγή bringing on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγαί — ἐπαγωγή bringing on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)