-
121 ἐπικλασμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλασμός
-
122 ἐπίκλητος
ἐπί-κλητος, ον,2. specially summoned, σύλλογον ἐ. Περσέων τῶν ἀρίστων ἐποιέετο held a privy council, Hdt.7.8 (so Subst. ἐπίκλητος, ἡ, convocation, assembly, LXXNu.28.18,al.); ἐπίκλητοι privy councillors, among the Persians, Hdt.8.101, 9.42; committee of a council, SIG353.2 (Ephesus, iv B.C.), Str.14.1.21.b. appointed, designated, πόλεις ib.Jo.20.9.4. summoned before a court, accused, D.C.78.21.b. irrelevant,λοιδορία Plb.8.11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλητος
-
123 ἐπίκλισις
II. inclination towards, Antip. ap.Stob.4.22.25, Chrysipp.Stoic.3.175.III. lying in bed, Gal. 18 (2).456 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλισις
-
124 ἐπικλιτέον
A one must fold in, turn in, Orib.46.25.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλιτέον
-
125 ἐπικλύζω
A- κέκλῠκα Aeschin.3.173
:—overflow, flood,ὅθι κύματ' ἐπ' ἠϊόνας (v.l. -όνος) κλύζεσκον Il.23.61
, cf. Th.3.89, PLond.2.267.112 (ii A.D.);ἐπέκλυζε τὸ πᾶν.. θάλασσα Anon.Oxy.1014.16
; τοὺς χυμοὺς οἷον ἐπικλύζοντας τὸ δέρμα, in blushing jaundice, Gal.7.267; ἐ. χρυσῷ τὴν λεωφόρον Ps.-Luc.Philopatr.21, cf. Tim.18:—[voice] Pass., to be overwhelmed, κύμασι v.l.in Batr.69;πλημυρίσιν Arist.Mu. 397a29
.2. metaph., deluge, swamp, (lyr.), cf. Theoc.25.201;ἐπέκλυσε θυμὸν ἀνίη δείματι A.R.3.695
;ψυχήν Ph.1.91
;ἐ. τινὰ κακοῖς Luc.Pseudol.25
;φωναῖς ῥητόρων Lib.Decl.50.44
;τῷ πλούτῳ πάντα Jul.Or.1.8b
:—[voice] Pass., ὑπὸ τῶν δυσπραγιῶν Id.ad Them. 257c.3. sweep away in the flood, A.R.1.257: metaph., τὸ βασιλικὸν χρυσίον ἐπικέκλυκε τὴν δαπάνην has merged, i.e. liquidated, the expenses, Aeschin. l.c.4. [voice] Pass., to be poured over, Eun.VSp.476B.II. intr., overflow, abound, D.S.3.47;πλοῦτος -κλύζων Eun.Hist.p.257
D., cf. D.H.6.17; τινί with a thing, Id.Isoc.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλύζω
-
126 ἐπίκλυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλυσις
-
127 ἐπικλυσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικλυσμός
-
128 ἐπίκλυστος
ἐπί-κλυστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκλυστος
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek