-
1 επιβαλλω
(aor. 2 ἐπέβαλον, pf. ἐπιβέβληκα)1) (во или на что-л.) бросать, набрасывать (sc. τρίχας Hom.; κάρφος λεπτὸν τοῖς σώμασιν Plut.; τὰ ἱμάτιά τινι NT.)ἑωυτὸν ἐπιβαλεῖν ἐς τὸ πῦρ Her. — броситься в огонь;
ἐ. τέν ἀντίρρησιν Plut. — выступить с возражением;med. — возлагать, надевать на себя (πλόκον ἀνθέων χαίταισιν Eur.)2) насыпать, наваливать(ἐπὴ ἁμάξας τι Thuc.; ὕλην καὴ γῆν Xen.; κόπρον ἐπί τι Plat.)
3) класть, накладывать(τέν χεῖρα τῇ λαβῇ τοῦ ξίφους Plut.; τέν χεῖρα ἐπ΄ ἄροτρον NT.)
ἐ. χεῖρας ἐπί τινα NT. — схватить кого-л.4) брать в руки, браться(βοῶν ἐχέτλῃ Anth.; med. τοῖς αὐλοῖς Diod.)
5) ( об ударах) наносить(πληγάς τινι Xen.)
ἐ. ἱμάσθλην Hom. — бить кнутом6) (о печатях и т.п.) прикладывать, налагать(δακτύλιον Her.; σφραγῖδάς τινι Arph. и med. σφραγῖδας ἐπι τι Polyb.; σύμβολον Arph.; σημεῖα γράμμασι Plat., χαρακτῆρα Arst.)
7) ( об обязанностях) возлагать(τέν ταμιευτικέν ἀρχήν τινι Plut.)
8) (о наказаниях, податях и т.п.) налагатьἐ. φυγέν ἑωυτῷ Her. — обречь себя на изгнание9) (нис)посылать, причинять(ἀνάλγητά τινι Soph.; λύπην τινί Eur.; φόβους ψυχαῖς Plat.)
10) (о лекарствах и т.п.) прикладывать, применять(κρόκον καὴ νάρδον Plut.)
11) ( о мерах длины) прикладывать(τὸν πῆχυν τῷ μετρουμένῳ Arst.)
12) приставлять, пришивать(ἐπίβλημα ἐπὴ ἱματίῳ NT.)
13) прибавлять, добавлять(μηδὲν ἢ μικρόν τινι Arst.)
τὸ φῶς νέον ἀεὴ ἐ. Plat. — светить все новым светом14) помещать позади(τὸν τέταρτον στόλον τινί Polyb.)
15) отплывать, отправляться(Φεάς Hom.; Φεράς HH.)
16) устремляться, совершать набег, нападать(ἀλλήλοις Plat.; ἐπὴ τόπον τινά, εἰς τοὺς Λοκρούς Polyb.; τοῖς Ἀρβήλοις Diod.; τοῖς μυρίοις, sc. πολεμίοις Plut.; перен. τὰ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον NT.)
ἥ ἑτέρα (γραμμέ) ἐπιβάλλει τῆς ἑτέρας Arst. — одна линия пересекает другую17) досл. падать, перен. восходитьὅπου ἂν ὅ ἥλιος ἐπιβάλλῃ Arst. и ἅμα τῷ τὸν ἥλιον ἐπιβάλλειν Polyb., — с восходом солнца
18) приходить на смену, (за кем или чем-л.) следовать(ἑξῆς Polyb.; τινί Plut. и ἐπί τινι Diod.)
ἐπιβαλὼν ἔφη Polyb. — выступив в свою очередь, он сказал;ἐπιβαλὼν ἔκλαιεν NT. — затем он заплакал;ἐπιβεβληκότες Ἀντιφῶντι Plut. — находящиеся в обществе Антифонта19) приходиться, выпадать на долю(τινί Her., Arst. и ἐπί τινα Dem.)
τοὺς Δελφοὺς ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν Her. — Дельфам пришлось доставить четверть обусловленной суммы;κατὰ τὸν ἐπιβάλλοντα καιρόν Arst. — когда представится случай;τὸ ἐπιβάλλον (μέρος) Her., Dem., Polyb., Diod. и τὰ ἐπιβάλλοντα Plut. — доля, жребий, участь20) приличествовать, подобать, надлежать(φιλοσόφοις ἐπιβάλλει μάλιστα ὅ σχολαστικὸς βίος Plut.)
21) (тж. ἐ. την διάνοιαν Diod.) (на что-л.) набрасываться, (за что-л.) приниматься, посвящать себя(τοῖς κοινοῖς πράγμασιν, med. ναυπηγίᾳ Plut.)
22) med. отваживаться, предпринимать(τοσοῦτον ἔργον Plat.; ταύτην τέν μέθοδον Arst.; τόλμῃ καὴ πράξει τινί Polyb.)
ἐ. αὐθαίρετον δουλείαν Thuc. — добровольно отдать себя в рабство23) med. стремиться, замышлять, затевать(ποιεῖν τι Dem., Polyb.)
ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος Hom. — жаждущий военной добычи;ἐ. τοῦ εὖ ζῆν Arst. — стремиться к счастливой жизни(ἐπὴ ταῖς νευραῖς Xen.)
ἐπιβεβλημένοι τοξόται Xen. — приготовившиеся к стрельбе лучники25) med. относиться, касаться(ἥ σκέψις ἐπιβάλλει τινί и περί τινος Arst.)
-
2 αφιημι
ион. ἀπίημι1) пускать, бросать, метать, кидать(ἔγχος Hom.: τοξεύματα Soph.; βέλος Her.; λίθον Arst.)
ἀφεῖναί τινα πόντιον Eur. — бросить кого-л. в море;ἀφεῖναι εἰς τέν γῆν τὸ σῶμα Plut. — броситься на землю;ἀ. πλοῖον κατὰ τὸν ποταμὸν φέρεσθαι Her. — пускать судно вниз по течению реки;οἱ Ἀθηναῖοι ἀπείθησαν Her. — афинянам был дан сигнал атаки2) направлять, вымещать(τὸν θυμὸν ἔς τινα Soph.)
ἀ. τέν ὀργέν εἰς τὸν τυχόντα Dem. — обрушить (свой) гнев на первого встречного (ср. 11)3) ронять, проливать(δάκρυα Aeschin.)
4) сбрасывать, осыпать(ἄνθος Hom.)
5) испускать, выделять(γάλα, σπέρμα Arst.)
παντοδαπὰ χρώματα ἀ. Plat. — принимать разные цвета;6) рождать, производить на свет(τὸ κύημα Arst.)
7) издавать, испускать(γύους Eur. - ср. 11; φωνάς Plat., Arst.)
8) произносить(ἔπος Soph.; φθογγήν Eur.)
9) отбрасывать прочь(ὅπλα Plat.)
10) ослаблять(μένος, sc. ἔγχεος Hom.)
11) бросать, прекращать(γόους Eur. - ср. 7; μόχθον Her.)
ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες Aesch. — уйми свой гнев (ср. 2);τὰ δικαστήρια ἀ. Arph. — закрывать судебное заседание;πολιτείαν ἅπασαν ἀφεῖναι Plut. — совершенно отойти от политической деятельности12) отсылать прочь, отвергать, прогонять(γυναῖκα Her.; υἱόν Arst.)
13) утолять(δίψαν Hom.)
14) пускать в ход, применять(εἰς ἔργον πᾶσαν τέχνην Theocr.)
15) расторгать(ξυμμαχίαν Thuc.; γάμους Eur.)
16) отсылать, отпускать(τινὰ ζωόν Hom.; ἐς οἴκους Soph.)
τινὰ ἐλεύθερον ἀ. Plat. — отпускать кого-л. на свободу;Αἴγιναν αὐτόνομον ἀ. Thuc. — дать Эгине независимость17) распускать, демобилизовать(τὸν στρατόν Her.)
ἀφειμένης τῆς βουλῆς Dem. — после роспуска Совета18) юр. освобождать, оправдывать(τινὴ αἰτίην Her. и τινὸς αἰτίαν или τινὴ τέν δίκην Plut., τινὰ ἐγκλήματος Dem. и τῆς αἰτίας Plut.)
; med. отпускать (от себя)(τινος Plat.)
δειρῆς οὔπω ἀφίετο πήχεε Hom. — она не переставала обнимать (его) за шею19) отпускать, прощать(τινὴ χιλίας δραχμάς Dem.; φόρον τινί Polyb.)
εἰ ἀδικεῖ, ἄφες Plut. — если он провинился, прости (его)20) посвящать21) предоставлять, разрешатьἄφετε ἴδωμεν NT. — давайте посмотрим22) предоставлять в распоряжение, отдавать(Ἰωνίην τοῖς βαρβάροις Her.; τὰ πλήθη τοῖς στρατιώταις Polyb.)
23) оставлять без внимания или в пренебрежении, пренебрегать(τὰ θεῖα Soph.; med. περί τινος и ποιεῖν τι Arst.)
ἀ. ἀφύλακτόν τι Her. — оставлять что-л. без охраны;ἀ. τινὰ ἔρημον Soph. — бросать кого-л. в одиночестве24) оставлять неиспользованным, упускать(καιρόν Isocr.)
(εἰς τὸ πέλαγον Her., Thuc.)
-
3 επιβιβαζω
сажать, грузить(ἐπὴ τὰς ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc.; εἰς πλοῖον Plat.; τινὰ ἐπὴ τὸ κτῆνος NT.)
-
4 επιβαίνω
(αόρ. επέβην) αμετ.1) всходить, подниматься;2) грузиться; — садиться (в поезд и т.п.); — находиться (в машине); — т- (επί) τού πλοίου — или επιβαίνω εις το πλοίον — садиться на пароход;
3) садиться верхом;4) покрывать (о животных); 5) перен. узурпировать
См. также в других словарях:
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… … Wikipedia
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» … Dictionary of Greek
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek