Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπίστασαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιστᾶσαι — ἐφίστημι set pres part act fem nom/voc pl (ionic) ἐφίστημι set aor part act fem nom/voc pl ἐφίστημι set aor inf act (doric) ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part act fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστασαι — ἐφίστημι set pres ind mp 2nd sg (ionic) ἐπίστᾱσαι , ἐφίστημι set aor imperat mid 2nd sg (doric) ἐπίσταμαι know pres ind mp 2nd sg ἐπιστάζω let fall in drops upon aor imperat mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστασ' — ἐπί̱στασο , ἐφίστημι set imperf ind mp 2nd sg (ionic) ἐπίστασο , ἐφίστημι set pres imperat mp 2nd sg (ionic) ἐπίστασο , ἐφίστημι set aor imperat mid 2nd sg ἐπίστασαι , ἐφίστημι set pres ind mp 2nd sg (ionic) ἐπίστᾱσαι , ἐφίστημι set aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπόβρωτος — καρπόβρωτος, ον (Α) αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»