-
1 επίσκυρος
-
2 ἐπίσκυρος
-
3 ἐπίσκυρος 1
ἐπίσκυρος 1.Grammatical information: m.Meaning: name of a ball-game H. (= ὁ μετὰ πολλῶν σφαιρισμός), Poll. 9, 103, Sch. Pl. Tht. 146a; also called ἐπίκοινος.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. With ἐπίσκυρος 2. identical?Page in Frisk: 1,541Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπίσκυρος 1
-
4 ἐπίσκυρος
ἐπίσκῡρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσκυρος
-
5 ἐπίσκυρος 2
ἐπίσκυρος 2.Grammatical information: ?Meaning: uncertain word in Call. Fr. 231 (s. Pfeiffer 567) and Fr. anon. 135; by H. explained with ἄρχων, βραβευτής, βοηθός, ἐπίσκοπος, ἔφορος, ἐπήκοος erklärt.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology.Page in Frisk: 1,542Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπίσκυρος 2
-
6 επίσκυρον
-
7 ἐπίσκυρον
-
8 ἐπίκοινος
ἐπίκοιν-ος, ον,A common to many, promiscuous, ἐπίκοινον τῶν γυναικῶντὴν μεῖξιν ποιεῖσθαι Hdt.4.104
, cf. 172, 180; sharing equally in, (lyr.): c. dat., in common with,ἀρχὴν ἐ. αὐτῷ ἔχειν D.C.42.44
; ἐ. ἀμφοῖν belonging equally, Plu.2.368e, cf. 1018f, BGU 906.21 (i A.D.): neut. pl. Adv., in common, [γυναιξὶν] ἐπίκοινα χρέωνται Hdt.1.216
;χρηστήριον, τὸ ἐ. ἔχρησε ἡ Πυθίη Id.6.77
(but ἐχρήσθη ἐπίκοινον χρ. ib.19). Regul. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκοινος
См. также в других словарях:
ἐπίσκυρος — ball game masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσκυρος — Αρχαίο ελληνικό παιχνίδι, κυρίως των Σπαρτιατών. Οι κανόνες του αναφέρονται από τον λεξικογράφο Πολυδεύκη. Δύο ισάριθμες ομάδες χάραζαν στη μέση ενός γηπέδου μία γραμμή, που την ονόμαζαν σκύρο, και σε κατάλληλη απόσταση από αυτή, στο ένα και στο… … Dictionary of Greek
ἐπίσκυρον — ἐπίσκυρος ball game masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Football — For other uses, see Football (disambiguation). Some of the many different games known as football. From top left to bottom right: Association football or soccer, Australian rules football, International rules football, rugby union, rugby league,… … Wikipedia
Sport en Grèce antique — Le Diadumène de Polyclète : athlète ceignant sa tête du bandeau de la victoire, musée national archéologique d Athènes La pratique du sport est l une des caractéristiques de la civilisation grecque antique. Le premier livre des Macchabées… … Wikipédia en Français
PILA — I. PILA apici obelisci, in Campo Martio, addita a Manilio Mathematico, cuius vertice umbra colligeretur in ipsa pila, occurrit apud Plin. l. 36. c. 10. Ei (obelisco) qui est in Campo Divus Augustus addidit mirabilem usum, ad deprehendendas Solis… … Hofmann J. Lexicon universale
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
σκύρος — Το μεγαλύτερο νησί των Β. Σποράδων. Βρίσκεται ανατολικά της Εύβοιας, από την οποία απέχει 25 ναυτ. μίλια, και στο νομό της οποίας ανήκει. Η Σκ. είναι ορεινή (Κόχυλας 792 μ.). Οι ακτές της σχηματίζουν πολλούς όρμους, με κυριότερους της Καλογριάς,… … Dictionary of Greek