Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίσειστος

См. также в других словарях:

  • επίσειστος — ἐπίσειστος, ον (Α) [επισείω] 1. (κυρίως για μαλλιά) αυτός που σείεται, που κυματίζει, που κυμαίνεται 2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κουρᾱς» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίσειστος (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο με τρίχες που κρέμονται στο μέτωπο …   Dictionary of Greek

  • ἐπίσειστος — shaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσειστον — ἐπίσειστος shaking masc/fem acc sg ἐπίσειστος shaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισείστῳ — ἐπίσειστος shaking masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»