Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίπεδον

См. также в других словарях:

  • ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπίπεδον — ἐπίπεδον , ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδον , ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parallelepiped — In geometry, a parallelepiped (now usually pronEng|ˌpærəlɛlɪˈpɪpɛd, ˌpærəlɛlɪˈpaɪpɛd, pɪd; traditionally IPA|/ˌpærəlɛlˈʔɛpɪpɛd/ [ Oxford English Dictionary 1904; Webster s Second International 1947] in accordance with its etymology in Greek… …   Wikipedia

  • Parallelepiped — Unter einem Parallelepiped (von griechisch επίπεδον epipedon „Fläche“; Synonyme: Spat, Parallelflach, Parallelotop) versteht man einen geometrischen Körper, der von sechs paarweise kongruenten (deckungsgleichen) in parallelen Ebenen liegenden… …   Deutsch Wikipedia

  • Параллелепипед — (от греч. παράλλος  параллельный и греч. επιπεδον  плоскость)  призма, основанием которо …   Википедия

  • папьрть — ПАПЬРТ|Ь (5*), И с. То же, что папърть: Въ папьрть же не исходѧть. аще и оглашениѥ чьте(т)с. УСт к. XII, 13; дверь же храма позлащена сѹщи златомь... по вхожении же паперти цр҃квьны˫а инъ бѣ домъ ѹтренемѹ... в немьже свѣтилникъ и трѧпеза и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • εφεδές — ἐφεδές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπεδον, ταπεινόν, χαμαί» …   Dictionary of Greek

  • μεταπορεύομαι — (ΑΜ) [πορεύομαι] μεταβάλλω, αλλάζω αρχ. 1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις 2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ 3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»