-
1 ἐπίμορτος
ἐπίμορτος γῆGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίμορτος
-
2 επίμορτος
-
3 ἐπίμορτος
ἐπί-μορτος, γεωργός, ein Landmann, der einen Acker für einen gewissen Anteil am Fruchtertrage bestellt; γῆ, das Land, welches so bestellt wird -
4 μορτή
μορτή, ἡ, Theil, Antheil, bes. der Antheil des colonus partiarius an dem Ertrage eines Landes, welches derselbe für einen gewissen Antheil an den Früchten bestellt, gewöhnlich der sechste Theil, VLL., nach Poll. 7, 151 richtige Leseart für μοργή. Auch μοργίον, μέτρον γῆς, πλέϑρον, Hesych. richtiger μορτίον. Dah. μορτΐτης γεωργός, colonus partiarius, neugriechisch. Vgl. ἐπίμορτος.
См. также в других словарях:
επίμορτος — η, ο (AM ἐπίμορτος, ον) 1. περιοχή που καλλιεργείται με τον όρο να παίρνει ο καλλιεργητής προσυμφωνημένο μέρος τής σοδειάς 2. ως ουσ. ο καλλιεργητής που αναλαμβάνει να εργαστεί σε ξένη περιουσία και να πάρει μέρος τής παραγωγής, ο κολλήγος, ο… … Dictionary of Greek
αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… … Dictionary of Greek
Мортиты — (μορτίτης, в новогреч. έμοριάρης, έπίμορτος) так назывались в Византийской империи крестьяне, арендовавшие земли с уплатой владельцу десятой части урожая. Название М. происходит от слова μορτη, которым еще в Древней Греции обозначалась арендная… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
μορτίτης — ο (Μ μορτίτης) γεωργός ο οποίος καλλιεργεί ξένη γη καταβάλλοντας στον ιδιοκτήτη ένα μέρος τής εσοδείας, επίμορτος καλλιεργητής, κολλήγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτή + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σέμπρος — ο, Ν επίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που τού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. sebrŭ] … Dictionary of Greek
σεμπρεύω — Ν [σέμπρος] γίνομαι σέμπρος κάποιου, είμαι επίμορτος καλλιεργητής, καλλιεργώ τα κτήματα ή βόσκω τα ζώα του με σύμβαση που μού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, είμαι κολήγος … Dictionary of Greek
σεμπρικός — ή, ό, και σέμπρικος, η, ο, θηλ. και ιά, Ν [σέμπρος] (για κτήματα ή βοσκήματα) αυτός που έχει δοθεί σε σέμπρο για καλλιέργεια ή εκμετάλλευση, επίμορτος … Dictionary of Greek
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek
μορτή — η μερίδιο του ιδιοκτήτη από την παραγωγή του κτήματος, ο επίμορτος αγρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)