Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπέρᾱσα

См. также в других словарях:

  • ἐπέρασα — ἐπιρραίνω sprinkle upon aor ind act 1st sg (epic) ἐπέρᾱσα , περάω 1 drive right through aor ind act 1st sg (attic) ἐπέρᾱσα , περάω 1 drive right through aor ind act 1st sg (doric aeolic) περάω 2 aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέρασ' — ἐπέρᾱσαι , ἐπερέομαι aor imperat mp 2nd sg (attic) ἐπέρασα , ἐπιρραίνω sprinkle upon aor ind act 1st sg (epic) ἐπέρασε , ἐπιρραίνω sprinkle upon aor ind act 3rd sg (epic) ἐπέρᾱσα , περάω 1 drive right through aor ind act 1st sg (attic) ἐπέρᾱσα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυρνώ — ( άω) 1. γυρίζω 2. στρέφομαι 3. επιστρέφω 4. στρίβω το κεφάλι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. εγύρισα του ρ. γυρίζω κατά το σχήμα επέρασα περνώ, εξέχασα ξεχνώ] …   Dictionary of Greek

  • ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… …   Dictionary of Greek

  • ξερνώ — άω 1. κάνω εμετό 2. βγάζω κάτι με εμετό, βγάζω από το στόμα κάτι που έχω φάει («ξέρασε το φάρμακο») 3. μτφ. υφίσταμαι τις συνέπειες μιας άδικης πράξης μου («θα τά ξεράσεις όσα έκανες») 4. μτφ. αποκαλύπτω τις κακές πράξεις ή τα μυστικά κάποιου,… …   Dictionary of Greek

  • ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • περνώ — άω, Ν 1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.) 2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ …   Dictionary of Greek

  • per-2: C. per-, perǝ- —     per 2: C. per , perǝ     English meaning: to sell     Deutsche Übersetzung: “verkaufen (eig. to Verkauf hinũberbringen”), “hinũberhandeln, zuteilen”; from dem Wert and Ghegenwert in Handel also Wörter for “gleich, compare, begleichen”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»