-
1 ἐπιρρώννυμι
A add strength to, strengthen or encourage in a thing,αὗται [αἱ νέες].. σφέας ἐπέρρωσαν Hdt.8.14
;τοὺς μὲν ἐξέπληξε, τοὺς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωσεν Th.4.36
, cf. 8.89;εἰς τὸ ἐπιρρῶσαι αὐτούς X.HG7.5.6
;ἐ. τινὰ πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Lys. 4
; ἐπίρρωσον σαυτήν collect your strength, Luc.Tim.41; ἐ. τὴν γνώμην, τὰ πάθη, Plu.2.62a,681f.II. [voice] Pass. (in which the [tense] pf. ἐπέρρωμαι, [tense] plpf. ἐπερρώμην serve as [tense] pres. and [tense] impf.), [tense] fut.ἐπιρρωσθήσομαι Luc.Somn. 18
: [tense] aor. 1 ἐπερρώσθην (v. infr.):—recover strength, pluck up courage, Th.6.93, 7.2;οἱ Κορίνθιοι.. πολλῷ μᾶλλον ἐπέρρωντο Id.7.17
; ἐς τἆλλα πολὺ ἐπέρρωντο ib.7;ἐπερρώσθη ἄν τις ἰδών X.HG3.4.18
;ἐπερρώσθησαν ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον Plb.1.24.1
;τὰς ψυχάς Hdn.3.3.8
; κείνοις.. ἐπερρώσθη λέγειν (impers.) they took courage to speak, S.OC 661.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρώννυμι
См. также в других словарях:
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek