-
121 αὐτοετεί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετεί
-
122 αὐτοετερότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετερότης
-
123 αὐτοετής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοετής
-
124 αὐτοεῖδος
αὐτο-εῖδος, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοεῖδος
-
125 αὐτοζήμιος
αὐτο-ζήμιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοζήμιος
-
126 αὐτοζήτητος
αὐτο-ζήτητος, ον,A self-sought, i.e. unsought, EM173.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοζήτητος
-
127 αὐτοηδύ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοηδύ
-
128 αὐτοήλιος
αὐτο-ήλιος, ὁ,A ideal sun, Alex.Aphr. in Metaph.198.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοήλιος
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)