-
81 αὐτόδηλος
αὐτό-δηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδηλος
-
82 αὐτοδημιούργητος
αὐτο-δημιούργητος, ον,A self-made, i.e. in the natural state, Hsch. s.v. αὐτόξυλον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδημιούργητος
-
83 αὐτοδιακονέω
A serve oneself, Eust.732.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιακονέω
-
84 αὐτοδιακονία
αὐτο-διᾱκονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιακονία
-
85 αὐτοδιάκονος
A serving oneself, Str.16.4.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιάκονος
-
86 αὐτοδίδακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδίδακτος
-
87 αὐτοδιήγητος
αὐτο-διήγητος, ον,A narrated in the first person, opp. dialogue, D.L.9.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιήγητος
-
88 αὐτοδιηγούμενος
A narrating in the first person, ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιηγούμενος
-
89 αὐτοδίκαιον
A abstract right, Aristid.2.182 J., Procl. in Prm.p.773 S., Dam.Pr.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδίκαιον
-
90 αὐτοδικαιοσύνη
αὐτο-δῐκαιοσύνη, ἡ,A very righteousness, Plot.1.2.6, Herm. in Phdr.p.144A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδικαιοσύνη
-
91 αὐτοδικέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδικέω
-
92 αὐτόδικος
αὐτό-δῐκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδικος
-
93 αὐτοδιπλάσιον
αὐτο-διπλάσιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδιπλάσιον
-
94 αὐτοδίπουν
A ideal biped, Alex.Aphr. in Metaph.105.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδίπουν
-
95 αὐτόδοξα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδοξα
-
96 αὐτόδορος
αὐτό-δορος, ον,A hide and all, Plu.2.694b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδορος
-
97 αὐτοδουλεία
αὐτο-δουλεία, ἡ,A absolute servitude, Procl. in Prm.p.736S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδουλεία
-
98 αὐτοδρομέω
A run of itself, Dion.Byz.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδρομέω
-
99 αὐτόδρομος
αὐτό-δρομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόδρομος
-
100 αὐτοδυάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοδυάς
См. также в других словарях:
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
αυτο- — (από την αντων. αυτός), α’ συνθετ. λόγιων λέξεων: αυτο διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αὐτὸ δείξει τὸ ἔργον. — См. Дело само за себя говорит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αὐτὸ δὲ σιγᾶν ὁμολογοῦντός ἐστί σου. — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αὐτό — αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτό — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποίησον ἀγαθόν καὶ ῥίψον αὐτὸ εἰσ τὴν θάλασσαν. — См. За добро не жди добра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μυκηναϊκού Αποικισμού της Κύπρου — Αυτό το πρωτότυπο μουσείο χτίστηκε για να θυμίζει το μυκηναϊκό αποικισμό του 12ου π.Χ. αι. στη μικρή και άγονη χερσόνησο της Μάας, στη δυτική ακτή της Κύπρου, κοντά στην Πάφο. Μετά την κατάρρευση των κυριότερων κέντρων του μυκηναϊκού πολιτισμού… … Dictionary of Greek
καὐτό — αὐτό , αὐτός self neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)