Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξ-ευτελίζω

См. также в других словарях:

  • ευτελίζω — εὐτελίζω (ΑΜ) [ευτελής] παριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω …   Dictionary of Greek

  • κατηυτέλιζον — κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 3rd pl κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευτελίσαι — σύν εὐτελίζω disparage aor inf act συνευτελίσαῑ , σύν εὐτελίζω disparage aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ευτελισμός — εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) [ευτελίζω] εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση …   Dictionary of Greek

  • ευτελιστής — εὐτελιστής, ὁ (Α) [ευτελίζω] αυτός που εξευτελίζει, που παριστάνει κάτι ως ευτελές …   Dictionary of Greek

  • κατεξευτελίζω — και καταξευτελίζω εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω σε έσχατο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ευτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αθανάσιο Χριστόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • κατευτελίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευτελίζω) κάνω κάτι τελείως ευτελές, εξευτελίζω («τὰς Μιλτιάδου πράξεις ὑπὸ πόδας τιθεμένου και κατευτελίζοντος», Πλούτ.) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηυ(ευ)τελισμένος, η, ον καταφρονημένος, περιφρονημένος …   Dictionary of Greek

  • ξεφτιλίζω — εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ευτελίζω* (βλ. λ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και αφομοιωτική τροπή τού ε σε ι ] …   Dictionary of Greek

  • προευτελίζω — Α [εὐτελίζω] εξευτελίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προσευτελίζω — Α [εὐτελίζω] εξευτελίζω ακόμη περισσότερο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»