-
1 εὐτελίζω
εὐ-τελίζω, gering achten, schlecht machen -
2 κατ-ευ-τελίζω
κατ-ευ-τελίζω, verstärktes εὐτελίζω, Plut. non posse suav. vivi sec. Epic. 15 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
ευτελίζω — εὐτελίζω (ΑΜ) [ευτελής] παριστάνω κάτι ως ευτελές, καταφρονώ, εξευτελίζω, ταπεινώνω … Dictionary of Greek
κατηυτέλιζον — κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 3rd pl κατά εὐτελίζω disparage imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνευτελίσαι — σύν εὐτελίζω disparage aor inf act συνευτελίσαῑ , σύν εὐτελίζω disparage aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… … Dictionary of Greek
ευτελισμός — εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) [ευτελίζω] εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση … Dictionary of Greek
ευτελιστής — εὐτελιστής, ὁ (Α) [ευτελίζω] αυτός που εξευτελίζει, που παριστάνει κάτι ως ευτελές … Dictionary of Greek
κατεξευτελίζω — και καταξευτελίζω εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω σε έσχατο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ευτελίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αθανάσιο Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
κατευτελίζω — (AM) (επιτ. τ. τού ευτελίζω) κάνω κάτι τελείως ευτελές, εξευτελίζω («τὰς Μιλτιάδου πράξεις ὑπὸ πόδας τιθεμένου και κατευτελίζοντος», Πλούτ.) μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηυ(ευ)τελισμένος, η, ον καταφρονημένος, περιφρονημένος … Dictionary of Greek
ξεφτιλίζω — εξευτελίζω, ταπεινώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ ευτελίζω* (βλ. λ. ξ[ε] ), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος και αφομοιωτική τροπή τού ε σε ι ] … Dictionary of Greek
προευτελίζω — Α [εὐτελίζω] εξευτελίζω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προσευτελίζω — Α [εὐτελίζω] εξευτελίζω ακόμη περισσότερο … Dictionary of Greek