-
1 ερευνητής
-
2 ἐρευνητής
-
3 ἐρευνητής
ἐρευνητής, ὁ, der Aufspürer, der Nachforschende, Prüfende, Parthen. 1; καὶ διόπτης D. Cass. 78, 14; Ath. VI, 256 a.
-
4 ἐρευνητής
-
5 ἐρευνητής
ἐρευνητής s. ἐραυνητής. -
6 ερευνητής
ο, ερευνήτρια η1) исследователь, изыскатель; 2) фото видоискатель -
7 ερευνητής
[эрэвнитис] ουσ α исследователь. -
8 ἐρευνητής
A searcher, inquirer, Clearch. 25, Parth.1.1 : c. gen., τῶν ἐλέγχων, τῶν ἀδήλων, J.AJ17.5.5, BJ 1.30.7 ;διόπται καὶ ἐ.
spies,D.C.
78.14 ; inspector, customs-officer, UPZ149.15 (iii/ii B. C.) ; cf. ἐραυνητ-ής, -ικόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρευνητής
-
9 ερευνητής
researcherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ερευνητής
-
10 προ-εξ-ερευνητής
προ-εξ-ερευνητής, ὁ, der vorangeschickte Kundschafter, Eur. Rhes. 296.
-
11 προ-δι-ερευνητής
προ-δι-ερευνητής, ὁ, vorausgeschickter Kundschafter; Xen. Cyr. 5, 4, 4, Plut. Pelop. et Marc. g. E.
-
12 προὐξ-ερευνητής
προὐξ-ερευνητής, ὁ, statt προεξερευνητής, vorausgeschickter Späher, Eur. Rhes. 296.
-
13 δι-ερευνητής
δι-ερευνητής, ὁ, Durchspürer; καὶ σκοποί Xen. Cyr. 6, 3, 2; καὶ κατόπται Dion. Hal. 4, 43.
-
14 ἐξ-ερευνητής
ἐξ-ερευνητής, ὁ, der Ausforscher, Sp.
-
15 ερευνητά
ἐρευνητά̱, ἐρευνητήςsearcher: masc nom /voc /acc dualἐρευνητήςsearcher: masc voc sgἐρευνητήςsearcher: masc nom sg (epic) -
16 ἐρευνητά
ἐρευνητά̱, ἐρευνητήςsearcher: masc nom /voc /acc dualἐρευνητήςsearcher: masc voc sgἐρευνητήςsearcher: masc nom sg (epic) -
17 ερευνητάς
ἐρευνητά̱ς, ἐρευνητήςsearcher: masc acc plἐρευνητά̱ς, ἐρευνητήςsearcher: masc nom sg (epic doric aeolic) -
18 ἐρευνητάς
ἐρευνητά̱ς, ἐρευνητήςsearcher: masc acc plἐρευνητά̱ς, ἐρευνητήςsearcher: masc nom sg (epic doric aeolic) -
19 δι-όπτης
δι-όπτης, ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.
-
20 διερευνητης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐρευνητής — searcher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερευνητής — ο θηλ. ερευνήτρια (AM ἐρευνητής, θηλ. ἐρευνήτρια* Α και ἐρευνητήρ, ο) [ερευνώ] αυτός που ερευνά, που εξετάζει, ο εξεταστής νεοελλ. 1. ο μελετητής (α. «ερευνητής ψυχολογικών φαινομένων» β. «ερευνητής μεσαιωνικής ιστορίας») 2. (φωτογρ.) εξάρτημα… … Dictionary of Greek
ερευνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που ερευνά, εξεταστής, μελετητής: Οι ερευνητές του διαστήματος. 2. εξάρτημα φωτογραφικής μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρευνηταῖς — ἐρευνητής searcher masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνηταί — ἐρευνητής searcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητήν — ἐρευνητής searcher masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητῶν — ἐρευνητής searcher masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρευνητά — ἐρευνητά̱ , ἐρευνητής searcher masc nom/voc/acc dual ἐρευνητής searcher masc voc sg ἐρευνητής searcher masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… … Dictionary of Greek
Βερέμης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1943 –). Ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής της πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης των ΗΠΑ και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Άρχισε την πανεπιστημιακή … Dictionary of Greek