Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προεξερευνητής

См. также в других словарях:

  • προεξερευνητής — και προὐξερευνητής, ὁ, Α [προεξερευνῶ] ο κατάσκοπος, ο ανιχνευτής που έχει σταλεί από πριν …   Dictionary of Greek

  • προυξερευνητάς — προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc acc pl προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυξερευνητής — ὁ, Α βλ. προεξερευνητής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»