-
1 προεξερευνητης
-
2 προεξερευνητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεξερευνητής
-
3 προεξερευνητής
προ-εξ-ερευνητής, ὁ, der vorangeschickte Kundschafter -
4 προυξερευνητας
- οῦ ὅ стяж. дор. = προεξερευνητής См. προεξερευνητης -
5 προυξερευνητάς
προεξερευνητά̱ς, προεξερευνητήςexplorer sent before: masc acc plπροεξερευνητά̱ς, προεξερευνητήςexplorer sent before: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 προὐξ-ερευνητής
προὐξ-ερευνητής, ὁ, statt προεξερευνητής, vorausgeschickter Späher, Eur. Rhes. 296.
См. также в других словарях:
προεξερευνητής — και προὐξερευνητής, ὁ, Α [προεξερευνῶ] ο κατάσκοπος, ο ανιχνευτής που έχει σταλεί από πριν … Dictionary of Greek
προυξερευνητάς — προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc acc pl προεξερευνητά̱ς , προεξερευνητής explorer sent before masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυξερευνητής — ὁ, Α βλ. προεξερευνητής … Dictionary of Greek