-
1 Αρκης
-
2 Ἄρκης
-
3 άρκης
ἄρκηarca: fem gen sg (attic epic ionic)ἄ̱ρκης, ἀρκέωward off: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρκέωward off: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
4 ἄρκης
ἄρκηarca: fem gen sg (attic epic ionic)ἄ̱ρκης, ἀρκέωward off: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρκέωward off: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
5 ἀρκής
ἀρκής· ταχύς, Hsch. -
6 παντ-αρκής
παντ-αρκής, ές, Allen helfend, Aesch. Pers. 841; Hesych. erkl. πᾶσι βοηϑός.
-
7 παν-αρκής
παν-αρκής, ές, ganz, zu Allem zureichend, allgewaltig, μέγας καὶ δυνατός, Suid.; ἥλιος, Callim. frg. bei Schol. Pind. N. 1, 4.
-
8 ποδ-άρκης
-
9 πολυ-αρκής
πολυ-αρκής, ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.
-
10 γυι-αρκής
-
11 ζω-αρκής
ζω-αρκής, ές, das Leben erhaltend, Nonn. D. 25, 178 u. öfter; ζωαρκῆ – τὰ πρὸς ζωὴν ἀρκοῦντα Phot. lex.
-
12 βι-αρκής
βι-αρκής, ές, hinlänglichen Lebensunterhalt gewährend, λινοστασίη Archi. 8 (VI, 179); Nonn.
-
13 ξεν-αρκής
-
14 δι-αρκής
-
15 αὐτ-άρκης
αὐτ-άρκης, αὔταρκες, sich selbst genügend, der keines Anderen, keine Unterstützung bedarf, αὐτάρκης καὶ τελεώτατος ϑεός Plat. Tim. 68 e; αὐτὸς αὑτῷ αὐτ. Rep. III, 387 d; Ggstz πολλῶν ἐνδεής II, 369 b; vgl. Tim. 33 d; εἴς τι Polit. 271 d, wie Thuc. 2, 36; πρὸς εὐδαιμονίαν Plat. Def. 413 e; πρὸς πᾶσαν περίστασιν Pol. 3, 31; τὸ αὔτ. = αὐτάρκεια Arist. Nic. Eth. 1, 7, 6; vgl. Aesch. Ch. 746; χώρα, den nöthigen Unterhalt darreichend, Isocr. 4. 42; χώρα αὐτ. ταῖς πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευαῖς Pol. 5, 55; ϑέσις αὐτ., eine Lage, die den Staat unabhängig macht, Thuc. 1, 37; σῶμα, vollkommen, stark, Her. 1, 32; βοά Soph. O. C. 1060; αὐτάρκεις κτήσασϑαι Xen. Cyr. 4, 3, 4. – Adv. αὐταρκέστατα ζῆν, ganz zufrieden leben, Xen. Mem. 1, 2, 14.
-
16 ὀλιγ-αρκής
ὀλιγ-αρκής, ές, sich mit Wenigem begnügend; καὶ μέτριον χρὴ εἶναι τὸν φιλόσοφον, Luc. Tim. 57; – τὸ ὀλιγαρκές, = ὀλιγάρκεια, 54.
-
17 ἐπ-αρκής
ἐπ-αρκής, ές, hinreichend; οὐσία ταῖς δαπάναις ἐπαρκής Plut. Cic. 7; D. Per. 1101; – helfend, beistehend, Nic. Al. 577. – Adv., Sp.
-
18 ἐξ-αρκής
ἐξ-αρκής, ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιϑῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.
-
19 αυταρκης
21) самодовлеющий, достаточно сильный или богатый, не нуждающийся в посторонней помощи, независимый(θεός Plat.; χώρα Isocr., Polyb.; τὸ τέλειον ἀγαθόν Arst.)
ἥ πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Thuc. — город, выгодно расположенный;οἰκία αὐταρκέστερον ἑνός, πόλις δ΄ οἰκίας Arst. — семья (экономически) самостоятельнее личности, а город - семьи;αὐ. εἴς τι Plat., πρός τι Xen., Plat., Polyb., Plut. и ποιεῖν τι Xen., Dem. — обладающий достаточными средствами для чего-л.2) довольствующийся своим, удовлетворенный(ὅ σοφός Arst.; ἔχων ἅλα καὴ δύο κρῖμνα Anth.)
-
20 βιαρκης
См. также в других словарях:
Ἄρκης — Ἄρκας masc nom sg (doric aeolic) Ἄρκη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρκης — ἄρκη arca fem gen sg (attic epic ionic) ἄ̱ρκης , ἀρκέω ward off imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρκέω ward off imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάρκης — ες και ποδαρκής, ές Α 1. αυτός που σπεύδει τρέχοντας να βοηθήσει, ο γρήγορος στα πόδια («ποδάρκης οἷος Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) 2. (για φάρμακο) κατάλληλο για τη θεραπεία τής ποδάγρας 3. φρ. α) «ποδαρκής δρόμος» αγώνας δρόμου ταχύτητας β) «ποδαρκέων … Dictionary of Greek
ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
καταρκής — καταρκής, ες (Α) υπεραρκετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αρκής (< ἄρκος, τὸ «η άμυνα»), πρβλ. δı αρκής, επ αρκής] … Dictionary of Greek
ξεναρκής — ξεναρκής, ές (Α) αυτός που βοηθά τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + αρκής (< ἀρκῶ «βοηθώ»), πρβλ. ζω αρκής, ποδ αρκής] … Dictionary of Greek
εξαρκής — ἐξαρκής, ές (Α) 1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῡτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρκής, πρβλ. επ αρκής (< άρκος)] … Dictionary of Greek
ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… … Dictionary of Greek
πανταρκής — ές, Α 1. αυτός που κυριαρχεί σε όλους, πανίσχυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ αρκής] … Dictionary of Greek
πολυαρκής — ές, Α 1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής άλλη ονομασία τού φυτού ασφόδελος 3. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek
σιτάρκης — ίταρκες, Ν (για χώρα ή περιοχή) επαρκής σε σίτο, αυτός που έχει αρκετές ποσότητες δημητριακών για την διατροφή τών κατοίκων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + άρκης (< αρκώ), πρβλ. αυτ άρκης] … Dictionary of Greek