-
1 αναλισκω
ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω(impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)1) расходовать, тратить, употреблять(τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)
2) растрачивать, расточать, терять(ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)
3) уничтожать, истреблять, губить, убивать(τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)
οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. — (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог4) исключать, устранять -
2 ἀναλίσκω
{с.гл., 3}истреблять, уничтожать, губить, убивать (Лк. 9:54; Гал. 5:15; 2Фес. 2:8). LXX: 398 ( לכא), 3617 (הָלָכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀναλίσκω
-
3 αναλίσκω
{с.гл., 3}истреблять, уничтожать, губить, убивать (Лк. 9:54; Гал. 5:15; 2Фес. 2:8). LXX: 398 ( לכא), 3617 (הָלָכּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αναλίσκω
-
4 αναλίσκω
(αόρ. ανήλωσα, παθ. αόρ. ανηλώθην) μετ. расходовать, тратить, проживать (деньги) -
5 ἀναλίσκω
истреблять, уничтожать, губить, убивать; LXX: (אכל), (כָּלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀναλίσκω
-
6 ἀναλίσκω
ἀν|αλίσκω / ἀν|αλόω расходовать, тратить -
7 ἀναλίσκω
трачу, издерживаю, уничтожаю -
8 αναλοω
-
9 αναλωκα
-
10 αναλωσα
-
11 αναλωτεος
-
12 ανηλωκα
-
13 αναλοω...
ἀναλόω...ἀναλίσκω, ἀνᾱλόω(impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)1) расходовать, тратить, употреблять(τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.)
2) растрачивать, расточать, терять(ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὴ πόνον Plat.; μάτην ὅ βίος ἀνάλωται Plut.)
3) уничтожать, истреблять, губить, убивать(τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.)
οἱ ἀναλωθέντες Aesch. — убитые;ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. — (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог4) исключать, устранять -
14 ανταναλισκω
-
15 απαναλισκω
1) расходовать, тратить(τι Thuc.)
2) терятьτὰ ἀπαναλισκόμενα Thuc. — потери, урон;
τοσοῦτον ἀπανῆλωσε τοῦ δήμου μέρος Plut. — вот какая часть населения погибла -
16 εξαναλισκω
(fut. ἐξαναλώσω; pf. pass. ἐξανήλωμαι)1) потреблять, растрачивать, расходовать(τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων εἰς τὸν πόλεμον Plut.; ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι πάντες Dem.)
2) истощатьἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ Aeschin. — разоренные войной;pass. — подходить к концу, кончаться (ἐξαναλισκομένου τοῦ περιττώματος Arst.)3) истреблять, искоренять(ἐξαναλῶσαι γένος Aesch.)
-
17 επαναλισκω
-
18 καταναλισκω
(impf. κατανάλισκον, pf. act. κατανάλωκα, pf. pass. κατηνάλωμαι)1) расходовать, тратить(τὰ χρήματα Xen.; τάλαντα μύρια εἴς τι Isocr.; πολλὰ ἡδοναῖς Diod.)
2) употреблять, использовать(τὸ μειχθέν Plat.; σχολέν εἴς τι Isocr.)
τὰς ἄλλας ἀρετὰς εἰς ἀνδρείαν καταναλῶσαι Plut. — обратить все прочие добродетели в мужество3) уничтожать, истреблятьκαταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι Plat. — быть подверженным смерти;
πῦρ καταναλίσκον NT. — истребительный огонь4) потреблять, переваривать(τέν τροφήν Arst.)
-
19 παραναλισκω
(fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)1) расходовать зря, расточать2) приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.) -
20 προαναλισκω
(aor. προανήλωσα и προανάλωσα) заранее истрачивать(χρήματα Thuc.; ἀργύριον Dem.)
μέ προαναλωθῆναί τῳ Thuc. — чтобы не понести каких-л. потерь раньше времени;π. ἑαυτόν Plut. — губить себя самого
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek
ἀναλίσκω — ἀνᾱλίσκω , ἀναλίσκω use up pres subj act 1st sg ἀνᾱλίσκω , ἀναλίσκω use up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλίσκονθ' — ἀνᾱλίσκοντα , ἀναλίσκω use up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνᾱλίσκοντα , ἀναλίσκω use up pres part act masc acc sg ἀνᾱλίσκοντι , ἀναλίσκω use up pres part act masc/neut dat sg ἀνᾱλίσκοντι , ἀναλίσκω use up pres ind act 3rd pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλωσ' — ἀνή̱λωσα , ἀναλίσκω use up aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀνή̱λωσο , ἀναλίσκω use up plup ind mp 2nd sg ἀνή̱λωσο , ἀναλίσκω use up perf imperat mp 2nd sg ἀνή̱λωσο , ἀναλίσκω use up plup ind mp 2nd sg (attic epic ionic) ἀνή̱λωσε , ἀναλίσκω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνηλωμέν' — ἀνη̱λωμένα , ἀναλίσκω use up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀνη̱λωμένε , ἀναλίσκω use up perf part mp masc voc sg ἀνη̱λωμέναι , ἀναλίσκω use up perf part mp fem nom/voc pl ἀνη̱λωμένᾱͅ , ἀναλίσκω use up perf part mp fem dat sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλίσκετε — ἀνᾱ̱λίσκετε , ἀναλίσκω use up imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀνᾱλίσκετε , ἀναλίσκω use up pres imperat act 2nd pl ἀνᾱλίσκετε , ἀναλίσκω use up pres ind act 2nd pl ἀνᾱλίσκετε , ἀναλίσκω use up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλῶν — ἀνᾱλῶν , ἀναλίσκω use up pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀνᾱλῶν , ἀναλίσκω use up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀνᾱλῶν , ἀναλίσκω use up pres part act masc nom sg ἀνᾱλῶν , ἀναλίσκω use up pres inf act (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλώσω — ἀνᾱ̱λώσω , ἀναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀνᾱλώσω , ἀναλίσκω use up aor subj act 1st sg ἀνᾱλώσω , ἀναλίσκω use up fut ind act 1st sg ἀνᾱλώσω , ἀναλίσκω use up aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) ἀ̱ναλώσω , ἀναλόω use up aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλώμεθα — ἀνάλλομαι leap aor subj mid 1st pl ἀνη̱λώμεθα , ἀναλίσκω use up imperf ind mp 1st pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀνη̱λώμεθα , ἀναλίσκω use up plup ind mp 1st pl ἀνη̱λώμεθα , ἀναλίσκω use up perf ind mp 1st pl ἀνη̱λώμεθα , ἀναλίσκω use up plup … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλισκον — ἀνά̱λισκον , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνά̱λισκον , ἀναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά̱λισκον , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνά̱λισκον , ἀναλίσκω use up imperf ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλουν — ἀνά̱λουν , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀνά̱λουν , ἀναλίσκω use up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνά̱λουν , ἀναλίσκω use up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀνά̱λουν , ἀναλίσκω use up imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)