-
1 εξέχοντα
ἐξέχωstand out: pres part act neut nom /voc /acc plἐξέχωstand out: pres part act masc acc sg -
2 ἐξέχοντα
ἐξέχωstand out: pres part act neut nom /voc /acc plἐξέχωstand out: pres part act masc acc sg -
3 ребристый
επ., βρ: -рист, -а, -о.1. με εξέχοντα πλευρικά οστά, κοκκαλιάρικος•ребристый бок κοκκαλιάρικο πλευρό.
2. με εξοχές•-ые следы ίχνη (αποτυπώματα) εξέχοντα.
-
4 ἐξέχω
2 abs., stand out, be prominent, Hp.VC1;ἐξέχοντα ὦτα Corn.ND27
; ἐξέχοντα convexities, opp. κοῖλα, Pl.R. 602c; τὸ ἐξέχον in painting, Philostr.VA2.20:—[voice] Pass., τὰ ἐξεχόμενα projecting panels, LXX 3 Ki.7.16(29).b of the sun, shine out, appear,ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.V. 771
; ἔξεχ', ὦ φίλ' ἥλιε shine out, fair sun, Id.Fr. 389; πρὶν ἥλιον ἐ. before sunrise, Lexap. D.43.62.c metaph., to be prominent, distinguished,ἀρετῇ Ascl. Tact.7.2
;ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.Eloc. 146
;οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7
; ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο each has its own distinction, Plot.5.8.4.II to be attached to, depend on, cling to,τοῦ θείου Porph. Marc.11
:—but usu. [voice] Med.,τινός D.H.1.79
, POxy.1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5;σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.Pr.99
, cf. Procl.Inst. 100 (but prob. corrupt in sense give up, withdraw from, J.AJ3.12.3). -
5 γεῖσον
γεῖσον od. γεῖσσον, τό, nach B. A. p. 33 ἅπαντα τὰ ἐξέχοντα τῶν τοίχων, bes. Vorsprung des Daches, Gesims, auf dem ϑριγκός ruhend, auch = ϑριγκός, Eur. Or. 1569 ( Schol. λίϑοι ταῖς ἐξοχαῖς τῶν δωμάτων ἐπικείμενοι); 1620; Phoen. 1165. 1187; der Sims des Zimmers, bei Ath. V, 205 f; Schutz u. Wetterdach, VLL. Uebertr. Saum des Kleides, Ar. bei E. M. 229, 40. wofür B. A. 231 γείσας steht. Nach Steph. B. carisches Wort.
-
6 δρύφακτον
δρύφακτον, τό, auch ὁ δρύφακτος, Ar. Equ. 673, u. Lib., meist im plur.; sing. Ar. Vesp. 830; von δρῠς oder δρυφάσσω; der hölzerne Verschlag, bes. die hölzernen Schranken um die Gerichtsplätze und Rathsversammlungen in Athen; Ar. Vesp. 386. 552; ἐπιστῆναι τῇ βουλῇ ἐπὶ τοῖς δρυφάκτοις Xen. Hell. 2, 3, 50; Moeris erkl. ἡ ϑύρα τοῠ δικαστηρίου; Geländer der Treppen, Pol. 1, 22, 6. Auch = Balkon des Hauses, nach Schol. Ar. Vesp. 386, τὰ τῶν οἰκοδομημάτων ἐξέχοντα ξύλα, wie es Liban. braucht.
-
7 ἐξ-έχω
ἐξ-έχω (s. ἔχω), hervorragen, herausstehen; τὰ ἐξέχοντα, Ggstz κοῖλα, Plat. Rep. X, 602 c; ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος ἐξέχει Ar. Vesp. 1377; ἐκσχεῖν Plut. Pomp. 71 u. a. Sp.; – aufgehen, von der Sonne, ἢν ἐξέχῃ εἵλη κατ' ὄρϑρον Ar. Vesp. 771; ἔξεχ' ὦ φίλ' ἥλιε Stratt. Poll. 9, 7; πρὶν ἥλιον ἐξέχειν Dem. 43, 62, im Gesetz, u. Sp. – Med. ἐξέχεσϑαί τινος, an Etwas hangen, D. Hal. 1, 79, u. öfter bei Sp.
-
8 εξεχω
1) торчать наружу(ὄζος τῆς δᾳδὸς ἐξέχει Arph.)
2) выдаваться вперед, выступать(αἱ φλέβες ἐξέχουσιν Arst.)
-
9 εξέχων
-
10 воловий
ья, -ье, επ.1. βοδινός• του βοδιού•-ье стадо κοπάδι βοδιών.
2. μτφ. πολύ δυνατός, γερός•-ье здоровье σιδερένια υγεία•
-ьи нервы γερά νεύρα.
εκφρ.- ьи глаза – μάτια σαν του βοδιού (χαύνα κ. εξέχοντα)" -ья шея κοντός και γερός λαιμός (σαν του βοδιού). -
11 навыкат
κ. навыкате: глаза навыкат με εξέχοντα, Ιμάτια, γουρλωμένα μάτια.
См. также в других словарях:
ἐξέχοντα — ἐξέχω stand out pres part act neut nom/voc/acc pl ἐξέχω stand out pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
CAMULODUNUM — Angliae Oppid. seu Colonia in Trinobantibus, apud Tacitum, l. 12. Annal. c. 32. et l. 14. Annal. c. 31. hanc hodie Colchester appellari scribit Humfredus. i. e. ut coniectamus, Domini seu Regis collem. Nam Arabice kamala dominari, Dun autem… … Hofmann J. Lexicon universale
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… … Dictionary of Greek
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
εξεχέβρογχος — ἐξεχέβρογχος, ον (Α) αυτός που έχει εξέχοντα τον «βρόγχον», το «καρύδι τού λαιμού», «το μήλο τού Αδάμ». [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + εχε (< έχω) + βρόγχος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek