-
1 εξώστης
-
2 ἐξώστης
-
3 ἐξώστης
2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf.ἐξωθέω 11
), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3.3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662.4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώστης
-
4 εξώσται
ἐξώστηςone who drives out: masc nom /voc plἐξωθέωthrust out: perf ind mp 3rd sg (epic ionic) -
5 ἐξῶσται
ἐξώστηςone who drives out: masc nom /voc plἐξωθέωthrust out: perf ind mp 3rd sg (epic ionic) -
6 εξώσταις
-
7 ἐξώσταις
-
8 εξώστην
-
9 ἐξώστην
-
10 ἀπώστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπώστης
-
11 ἐξωθέω
A thrust out, force out,ἐκ δ' ὦσε γλήνην Il.14.494
, cf. 17.618; even by pulling, wrench out, ; displace, Hp.Art.46 ([voice] Pass.); expel, eject, banish, ; πάτρας ib. 1330; put away a wife, PSI1.41.16 (iv A. D.); thrust back,τοὺς δίκῃ νικῶντας S.Aj. 1248
; drive, ;πλοῖον εἰς αἰγιαλόν Act.Ap.27.39
, cf. Jul.Or.2.60c;τὴν πόλιν εἰς χαλεπόν Plu.Nic.12
;ἐ. εἰς ἅπαν ἀπὸ τῆς ὄχθης Arr.An.1.15.4
;ἐ. νόμον Plu.Comp.Ag.
Gracch.5:—[voice] Pass.,ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.13
, cf. 5.124;μάχῃ Id.6.83
;πατρίδος ἐξωθούμενος S.OC 428
; ἐξωσθήσομαι εἰπεῖν shall be debarred from.., D.24.61.2 ἐ. γλώσσας ὀδύναν put forth painful words, break forth into cruel words, S.Ph. 1142 (lyr.).II drive out of the sea, drive on shore,τὰς ἄλλας [ναῦς] ἐξέωσαν πρὸς τὴν γῆν Th. 2.90
, cf. 8.104;ἐς τὴν γῆν Id.7.52
:—[voice] Pass.,πνεύμασιν ἐξωσθέντες E. Cyc. 279
(cf.ἐξώστης 11
): metaph.,ἐξωσθῆναι τῇ ὥρᾳ ἐς χειμῶνα Th.6.34
. (Late inf.ἐξεοῦν Just.Nov.59.4
Intr., [tense] pres. ind. [voice] Pass.ἐξεοῦται Cod.Just.1.2.24.6
, formed fr. ἐξέωσα.)
См. также в других словарях:
ἐξώστης — one who drives out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek
εξώστης — ο 1. προεξοχή ορόφου ενός οικοδομήματος η οποία έχει περίφραγμα (κάγκελα) και συγκοινωνεί με το εσωτερικό με μία ή περισσότερες πόρτες, το μπαλκόνι, το λιακωτό. 2. όμοια προεξοχή στο εξωτερικό της αίθουσας θεάτρου ή κινηματογράφου που βρίσκεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξῶσται — ἐξώστης one who drives out masc nom/voc pl ἐξωθέω thrust out perf ind mp 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώσταις — ἐξώστης one who drives out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώστην — ἐξώστης one who drives out masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… … Dictionary of Greek
αλτάνα — και αλιτάνα και αρτάνα, η 1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά 2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη 3. γλάστρα με λουλούδια 4. στον πληθ. οι αλτάνες είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
έκθετος — η, ο (AM ἔκθετος, ον) 1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε 2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο εγκαταλελειμμένο παιδί νεοελλ. 1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα») 2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε… … Dictionary of Greek
βεράντα — η ευρύχωρος εξώστης με ή χωρίς στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) veranda ή verandah < (ινδ.) varandā] … Dictionary of Greek