-
1 εξώστης
-
2 ἐξώστης
-
3 εξωστης
-
4 εξώστης
ο1) балкон; 2) театр, ярус -
5 ἐξώστης
2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf.ἐξωθέω 11
), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3.3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662.4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώστης
-
6 ἐξώστης
-
7 εξώστης
balcon -
8 балкон
балкон м 1) ο εξώστης, το μπαλκόνι 2) театр, η εξέδρα, ο εξώστης* * *м1) ο εξώστης, το μπαλκόνι2) театр. η εξέδρα, ο εξώστης -
9 балкон
ο εξώστης (οικίας), разг. το μπαλκόνι, (в театре) о εξώστης (θεάτρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балкон
-
10 бельэтаж
бельэтаж м 1) театр, о (πρώτος) εξώστης 2) (дома ) το πρώτο πάτωμα* * *м1) театр. ο (πρώτος) εξώστης2) ( дома) το πρώτο πάτωμα -
11 ярус
-
12 веранда
ο εξώστης, η βεράντα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > веранда
-
13 ярус
1. (ряд горизонтально расположенных предметов) η σειρά, το επίπεδο 2. (рыболовная снасть) το παραγάδι 3. (геол.) η βαθμίδα 4. (в театре) о εξώστης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ярус
-
14 балкой
балкойм ὁ ἐξώστης, τό μπαλκόνι. -
15 бельэтаж
бельэтажм1. (второй этаж) τό μεσαϊο[ν] πάτωμα, ὁ μεσόροφος;2. (в театре) ὁ πρώτος ἐξώστης τοῦ θεάτρου. -
16 веранда
верандаж ὁ ἐξώστης, ἡ βεράντα. -
17 площадка
площадкаж1. τό γήπεδο[ν], τό πε-δίο[ν]:спортивная \площадка τό ἀθλητικό γήπεδο· теннисная \площадка τό γήπεδο τέννις· строительная \площадка ὁ χώρος οἰκοδομής· взлетная (посадочная) \площадка ав. τό πεδίο ἀπογείωσης (προσγειώσεως)·2. (лестничная) τό πλατύσκάλο[ν], τό κεφαλοσκα-λο[ν]·3. (вагона, трамвая) ὁ ἐξώστης. -
18 ярость
ярос||тьж ἡ λύσσα, ἡ μανία, ἡ ὁργή, τό φρένιασμα:вне себя от \яростьти φρενιασμένος, ἔξω φρενών с \яростьтью μανιασμένα, λυσσασμένα. я́рус м1. σειρά·2. театр. ὁ ἐξώστης:ло́жа (второго \яростьа θεωρείο στό δεύτερο ἐξώστη·3. геол. τό στρώμα, τό κοίτασμα. -
19 εξώσται
ἐξώστηςone who drives out: masc nom /voc plἐξωθέωthrust out: perf ind mp 3rd sg (epic ionic) -
20 ἐξῶσται
ἐξώστηςone who drives out: masc nom /voc plἐξωθέωthrust out: perf ind mp 3rd sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξώστης — one who drives out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώστης — Οι βατές προεξοχές που δημιουργούνται στους ορόφους των κτιρίων, μπροστά από ανοίγματα που φτάνουν έως το δάπεδο, τις εξωστόθυρες. Προορισμός τους είναι να δώσουν στους ορόφους έναν μικρό υπαίθριο χώρο, σε προέκταση του εσωτερικού κλειστού, ή και … Dictionary of Greek
εξώστης — ο 1. προεξοχή ορόφου ενός οικοδομήματος η οποία έχει περίφραγμα (κάγκελα) και συγκοινωνεί με το εσωτερικό με μία ή περισσότερες πόρτες, το μπαλκόνι, το λιακωτό. 2. όμοια προεξοχή στο εξωτερικό της αίθουσας θεάτρου ή κινηματογράφου που βρίσκεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξῶσται — ἐξώστης one who drives out masc nom/voc pl ἐξωθέω thrust out perf ind mp 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώσταις — ἐξώστης one who drives out masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώστην — ἐξώστης one who drives out masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαρία — η 1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου 2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος 3. υπόγεια στοά ορυχείου 4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις 5. οι θεατές που… … Dictionary of Greek
αλτάνα — και αλιτάνα και αρτάνα, η 1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά 2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη 3. γλάστρα με λουλούδια 4. στον πληθ. οι αλτάνες είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
έκθετος — η, ο (AM ἔκθετος, ον) 1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε 2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο εγκαταλελειμμένο παιδί νεοελλ. 1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα») 2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε… … Dictionary of Greek
βεράντα — η ευρύχωρος εξώστης με ή χωρίς στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) veranda ή verandah < (ινδ.) varandā] … Dictionary of Greek