-
1 εξορία
ἐξορίᾱ, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem nom /voc /acc dualἐξορίᾱ, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱ, ἐξορίαfem nom /voc /acc dualἐξορίᾱ, ἐξορίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐξορίᾱͅ, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱͅ, ἐξορίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εξορία
εξορία ηссылка, изгнание монаха из монастыря -
3 ἐξορία
-
4 εξορία
-
5 ἐξορία
Βλ. λ. εξορία -
6 ἐξορίᾳ
Βλ. λ. εξορία -
7 εξορία
[эксория] ονσ. Θ. изгнание, ссылка. -
8 ἐξορία
ἐξ-ορία, ἡ, das Exil -
9 εξορία
1) bannissement2) déportation3) exil -
10 εξορία
1) banicja (f) rzecz.2) banita (m) rzecz.3) wygnanie (n) rzecz.4) wygnaniec (m) rzecz.5) zesłanie (n) rzecz.6) zsyłka (f) rzecz. -
11 εξορία
1) deportace2) vyhnanství3) vypovězení -
12 εξορία
exileΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εξορία
-
13 εξορίας
ἐξορίᾱς, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem acc plἐξορίᾱς, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem gen sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱς, ἐξορίαfem acc plἐξορίᾱς, ἐξορίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἐξορίας
ἐξορίᾱς, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem acc plἐξορίᾱς, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem gen sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱς, ἐξορίαfem acc plἐξορίᾱς, ἐξορίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 εξορίαι
ἐξορίᾱͅ, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱͅ, ἐξορίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ἐξορίαι
ἐξορίᾱͅ, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱͅ, ἐξορίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
17 εξορίαν
ἐξορίᾱν, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem acc sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱν, ἐξορίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
18 ἐξορίαν
ἐξορίᾱν, ἐξόριοςout of the bounds of one's country: fem acc sg (attic doric aeolic)ἐξορίᾱν, ἐξορίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
19 ἐξ-όριος
-
20 εξορισμός
ο см. εξορία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐξορία — ἐξορίᾱ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem nom/voc/acc dual ἐξορίᾱ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱ , ἐξορία fem nom/voc/acc dual ἐξορίᾱ , ἐξορία fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίᾳ — ἐξορίᾱͅ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem dat sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱͅ , ἐξορία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορία — η (AM ἐξορία) [εξόριος] 1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα τής πατρίδας του, απέλαση 2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος νεοελλ. 1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του … Dictionary of Greek
εξορία — η 1. το διώξιμο και η διαβίωση έξω από τα όρια του κράτους, απέλαση. 2. εκτοπισμός σε άλλο τόπο, μες στα όρια όμως της χώρας, εκτόπιση: Εξορία στη Γυάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξορίας — ἐξορίᾱς , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem acc pl ἐξορίᾱς , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem gen sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱς , ἐξορία fem acc pl ἐξορίᾱς , ἐξορία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίαι — ἐξορίᾱͅ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem dat sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱͅ , ἐξορία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξορίαν — ἐξορίᾱν , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem acc sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱν , ἐξορία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξοριῶν — ἐξορία fem gen pl ἐξορίζω send beyond the frontier fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐξορίζω send beyond the frontier fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… … Dictionary of Greek