Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξορία

См. также в других словарях:

  • ἐξορία — ἐξορίᾱ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem nom/voc/acc dual ἐξορίᾱ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱ , ἐξορία fem nom/voc/acc dual ἐξορίᾱ , ἐξορία fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίᾳ — ἐξορίᾱͅ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem dat sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱͅ , ἐξορία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξορία — η (AM ἐξορία) [εξόριος] 1. αποπομπή κάποιου και αναγκαστική διαβίωση έξω από τα σύνορα τής πατρίδας του, απέλαση 2. απομακρυσμένος και αφιλόξενος τόπος νεοελλ. 1. εκτόπιση, εξαναγκασμός από τις αρχές να εγκαταλείψει κάποιος τον τόπο κατοικίας του …   Dictionary of Greek

  • εξορία — η 1. το διώξιμο και η διαβίωση έξω από τα όρια του κράτους, απέλαση. 2. εκτοπισμός σε άλλο τόπο, μες στα όρια όμως της χώρας, εκτόπιση: Εξορία στη Γυάρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξορίας — ἐξορίᾱς , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem acc pl ἐξορίᾱς , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem gen sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱς , ἐξορία fem acc pl ἐξορίᾱς , ἐξορία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίαι — ἐξορίᾱͅ , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem dat sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱͅ , ἐξορία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξορίαν — ἐξορίᾱν , ἐξόριος out of the bounds of one s country fem acc sg (attic doric aeolic) ἐξορίᾱν , ἐξορία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοριῶν — ἐξορία fem gen pl ἐξορίζω send beyond the frontier fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἐξορίζω send beyond the frontier fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»