-
1 εξεστηκός
-
2 ἐξεστηκός
-
3 εξιστημι
(fut. ἐκστήσω, aor. 1 ἐξέστησα; для неперех. знач. med. к aor. 2 ἐξέστην и pf. ἐξέστηκα)1) смещать, сводить, выводить(ἥ κίνησις ἐξίστησι τὸ ὑπάρχον Arst.)
ἐ. τινὰ ἑαυτοῦ Dem. — выводить кого-л. из душевного равновесия;ἐξίστασθαι ὑπό τινος Arst. — быть вытесненным кем(чем)-л.2) вводить, приводить(τέν ψυχέν εἰς ἀπάθειαν Plut.)
3) приводить в замешательство, расстраивать(τέν πολιτείαν Plut.)
4) изменять, преображать(τέν φύσιν Plat., Arst.)
ἐ. τι πρὸς τὸ ἐναντίον Arst. — превращать что-л. в (его) противоположность;5) лишать(τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Plut.)
6) приводить в исступление, лишать рассудка(τινά Eur., Arst.)
7) повреждать, портить(οἶνον, λογισμόν, διάνοιαν Plut.)
8) уходить прочь или в сторону, удаляться, отклоняться(τῆς ὁδοῦ Her. ἐκ τοῦ μέσου Xen.)
ἐξ ἕδρας ἐξεστηκέναι Eur. — сойти с места, сдвинуться;φεύγετ΄ ἐξίστασθε Eur. — бегите прочь;οὐδένα ἐξίστασθαι Dem. — не отступать ни перед кем;ἐξίστασθαι καρδίας Soph. — поступать вопреки своему влечению;ἐὰν μέ ἐξίστηται Arst. — если не отклоняться в сторону (от темы)9) выдаваться наружу, выступать вперед(κοῖλον, οὐκ ἐξεστηκός Arst.)
10) уступать(ὁδοῦ τινι и τῆς τιμῆς τινι Plut.)
ἐξίσταται νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph. — ночная пора уступает место дню11) (из)меняться(ὅ αὐτός εἰμι καὴ οὐκ ἐξίσταμαι Thuc.)
12) отказываться, отрекаться(ἁπάντων τῶν ὄντων Dem.)
ἐξίστασθαι τῆς φιλίας τινί Lys. — отказываться от дружбы с кем-л.;ἐξίστασθαι τῆς ἀρχῆς Thuc. — сложить с себя власть;πάντων τῶν πεπραγμένων ἐκστάς Dem. — отпираясь от всего содеянного (им);φιλοσοφίας μέ ἐκστῆναι Plut. — не прекращать занятия философией13) лишаться(τῆς φύσεως Arst.)
ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῦ Dem. — он лишился (всего) своего состояния, но ἐξέστην ἐμαυτοῦ Aeschin. я растерялся (потерял самообладание);ἐξεστηκὼς τοῦ φρονεῖν Isocr. и τῶν φρονίμων λογισμῶν ἐκστάς Plut. — лишившийся рассудка;ἐξίστασθαι τῆς οὐσίας и ἐκ τῆς οὐσίας Arst. — утрачивать свою сущность;ἐξίστασθαι τῶν παλαιῶν μαθημάτων Xen. — забыть свои прежние знания14) приходить в исступление, лишаться рассудка, быть вне себя(ἐξεστηκέναι ὑπ΄ ὀργῆς Arst., ὑπὸ λύπης Plut.)
ὡς ἐξέστη ὑπὸ τῆς πληγῆς Arst. — когда он был оглушен ударом;ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι NT. — весь народ был изумлен;οἱ ἵπποι ἐξίσταντο ταρβοῦντες Plut. — лошади ошалели от страха;15) портиться(οἶνος ἐξεστηκώς Dem.)
16) извращаться, искажаться(πρόσωπα ἐξεστηκότα Xen.)
ἐξίστασθαι εἰς μανικώτερα ἤθη Arst. — нравственно вырождаться -
4 ἐξίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., [tense] aor. 1:— displace: hence, change, alter utterly,τὰν φύσιν Ti.Locr.100c
, Arist.EN 1119a23, cf. Plot.6.2.7;τὴν πολιτείαν Plu.Cic.10
;ἐ. τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Id.2.702a
.2 metaph., ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν drive one out of his senses, E.Ba. 850;νοῦ οἶνος ἐξέστησέ με E.Fr. 265
;τοῦ φρονεῖν X.Mem.1.3.12
;ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν D. 21.72
; simply ἐ. τινά drive one out of his senses, confound, amaze, Hp.Coac. 429;ἐξιστάντα καὶ φοβοῦντα τοὺς ἀνθρώπους Muson.Fr.8p.35H.
; diverts the attention,Arist.
Rh. 1408b23; excite, ib. 36, Ev.Luc.24.22; τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, Plu.Sol.21, Crass.23; alsoἐ. τινὰ τῶν λογισμῶν Id.Fab.5
;εἰς ἀπάθειαν ἐ. τὴν ψυχήν Id.Publ. 6
.3 get rid of, dispose of the claims of a person, Sammelb.5246.14(i B.C.), etc.4 ἐξεστᾰκότα ( ἐξεστηκότα cod.): εἰς δίκην κεκληκότα, Hsch.B intr. in [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:1 of Place, arise out of, become separated,ἐξ.. ἵστατο Νεῖκος Emp.36
, cf. 35.10; stand aside from, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ out of the way, Hdt.3.76;ἐκ τοῦ μέσου X.An.1.5.14
; θάκων καὶ ὁδῶν ἐ. [τινί] stand out of the way forhim, make way for him, Id.Smp.4.31;ἐκστῆναί τινι S.Ph. 1053
, Aj. 672, Ar.Ra. 354, etc.: abs., in same sense, E.IT 1229 (troch.), Ar. Ach. 617, etc.: metaph., is displaced, disordered,E.
Ba. 928;οὐδὲ μένει νοῦς.. ἀλλ' ἐξίσταται S.Ant. 564
.2 c. acc., shrink from, shun,νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ Id.Aj.82
;οὐδέν' ἐξίσταμαι D.18.319
;οὐδένα πώποτε κίνδυνον ἐξέστησαν Id.20.10
.3 go out of joint,ἐ. ἰσχίον Hp.Aph.6.59
, cf. Fract.14,6.II c. gen. rei, retire from, give up possession of,τῆς ἀρχῆς Th.2.63
, 4.28; ἐκστῆναι τῆς οὐσίας, ἁπάντων τῶν ὄντων, become bankrupt, Antipho 2.2.9, D.36.50;τῶν ὑπαρχόντων BGU473.11
(ii A. D.).2 cease from, abandon, τῆς φιλίας, τῶν μαθημάτων, Lys.8.18, X.Cyr.3.3.54; τῶνσπουδασμάτων Pl.Phdr. 249c
, etc.;οἱ τῶν πολιτικῶν ἐξεστηκότες Isoc. 4.171
;τῆς ὑποθέσεως D.10.46
; τῶν πεπραγμένων, i.e. disown them, Id.19.72;ἐ. τινὸς εἴς τι Pl.Lg. 907d
; also ἐ. ἄθλου τινί, στρατηγίας τινί, abandon it in his favour, Nic.Dam.73J., Plu.Nic.7;τῆς Σικελίας τινι Id.Pomp.10
.3 ἐκστῆναι πατρός lose one's father, give him up, Ar.V. 477; καρδίας ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν I depart from my heart's purpose, S.Ant. 1105; esp. φρενῶν ἐκστῆναι lose one's senses. E.Or. 1021, etc.;διὰ τὸ γῆρας τοῦ φρονεῖν Isoc.5.18
;ἐμαυτοῦ Aeschin.2.4
, Men.Sam. 276;ψυχὴ ἐξεστηκυῖα τῶν λογισμῶν Plb.32.15.8
: abs., to be out of one's wits, be distraught,ἐ. μελαγχολικῶς Hp.Prorrh.1.18
, cf. Men.Sam.64, etc.;ἐξέστην ἰδών Philippid.27
;ἐ. ὑπὸ γήρως Com.Adesp.860
; ταῖς διανοίαις Vett. Val.70.25; ; of anger,εὐθέως ἐξστησόμενος Phld. Ir.p.78
W.; to be astonished, amazed, Ev.Matt.12.23, Ev.Marc.2.12, etc.; lose consciousness, of Sisera, LXXJd.4.21.4 ἐξίστασθαι τῆς αὑτοῦ ἰδέας depart from, degenerate from one's own nature, Pl.R. 380d;ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
; [δημοκρατία] ἐξεστηκυῖα τῆς βελτίστης τάξεως Id.Pol. 1309b32
; αἱ δημοκρατίαι ἐ. εἰς τὰς ἐναντίας πολιτείας degenerate into.., ib. 1306b18, cf. Rh. 1390b28: abs.,ἐ. μὴ μεταφυτευόμενον Thphr.HP6.7.6
, etc., cf. Plu.2.649e; changing its properties, turning,Hp.
VM24; οἶνος ἐξεστηκώς or ἐξιστάμενος changed, sour wine, D.35.32, Thphr.CP6.7.5; πρόσωπα ἐξεστηκότα disfigured faces, X.Cyr.5.2.34.5 abs., change one's position, one's opinion, : opp. ἐμμένειν τῇ δόξῃ, Arist.EN 1151b4.6 of language, to be removed from common usage, Id.Rh. 1404b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίστημι
См. также в других словарях:
εξεστηκός — και ξεστηκός, ο βλ. εξίσταμαι … Dictionary of Greek
ἐξεστηκός — ἐξίστημι displace perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίσταμαι — (AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, άω) [ίστημι] μσν. νεοελλ. μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι») μσν. 1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω 2. (το θηλ. τής μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα έξαλλη, αλλόφρων αρχ. 1. μετακινώ από … Dictionary of Greek