-
1 εξερωεω
сворачивать в сторону(μέσσης κελεύθου Theocr.)
αἱ (ἵπποι) ἐξηρώησαν Hom. — лошади метнулись в сторону -
2 ἐξερωέω
A swerve from the course, of shy horses,αἱ δ' ἐξηρώησαν Il. 23.468
;ἐξηρώησε κελεύθου Theoc.25.189
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξερωέω
-
3 ἐξερωέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξερωέω
-
4 ἐξερωέω
ἐξ-ερωέω, aus der Bahn weichen, von scheuen Pferden: durchgehen; ἐξηρώησε κελεύϑου, er wich aus dem Wege -
5 εξηρώησαν
-
6 ἐξηρώησαν
-
7 εξηρώησε
-
8 ἐξηρώησε
-
9 ἐξηρώησα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξηρώησα
-
10 ἐξηρώησα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξηρώησα
См. также в других словарях:
ἐξηρώησαν — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρώησε — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek