-
101 ἐξηλέγχθην
ἐξελέγχωconvict: aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ἐξελέγχωconvict: aor ind pass 1st sg -
102 εξέλεγχε
ἐξελέγχωconvict: pres imperat act 2nd sgἐξελέγχωconvict: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
103 ἐξέλεγχε
ἐξελέγχωconvict: pres imperat act 2nd sgἐξελέγχωconvict: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
104 εξήλεγχον
-
105 ἐξήλεγχον
-
106 προσεξελέγχει
πρόσ-ἐξελέγχωconvict: pres ind mp 2nd sgπρόσ-ἐξελέγχωconvict: pres ind act 3rd sg -
107 διεξελεγχω
-
108 παρεξελεγχω
-
109 контролировать
контрол||и́роватьчесов ἐλέγχω, ἐξελέγχω. -
110 'ξελεγχθήι
-
111 'ξελεγχθῆι
-
112 εξελεγξάτω
-
113 ἐξελεγξάτω
-
114 εξελεγξόντων
-
115 ἐξελεγξόντων
-
116 εξελεγχθή
-
117 ἐξελεγχθῇ
-
118 εξελεγχθήναι
-
119 ἐξελεγχθῆναι
-
120 εξελεγχθής
См. также в других словарях:
ἐξελέγχω — convict pres subj act 1st sg ἐξελέγχω convict pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… … Dictionary of Greek
εξελέγχω — εξέλεγξα, εξελέγχτηκα, εξελεγμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και λεπτομέρεια για να πειστώ για την αλήθεια ή την ορθότητά του, κάνω έλεγχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξελέγξει — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg (epic) ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξουσι — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd pl (epic) ἐξελέγχω convict fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξω — ἐξελέγχω convict aor subj act 1st sg ἐξελέγχω convict fut ind act 1st sg ἐξελέγχω convict aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχεσθε — ἐξελέγχω convict pres imperat mp 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχετε — ἐξελέγχω convict pres imperat act 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind act 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχῃ — ἐξελέγχω convict pres subj mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελεγξάντων — ἐξελέγχω convict aor part act masc/neut gen pl ἐξελέγχω convict aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)