Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξανδρούμενος

См. также в других словарях:

  • ἐξανδρούμενος — ἐξανδρόομαι come to man s years pres part mp masc nom sg ἐξανδρόομαι come to man s years pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανδρούμαι — ἐξανδροῡμαι, όομαι (Α) 1. γίνομαι άνδρας, φθάνω σε πλήρη ανδρική ηλικία («τέχνην δὲ τίνα ποτ εἶχες ἐξανδρούμενος», Αριστοφ.) 2. μεταβάλλομαι σε άνδρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξανδρούμενον, ὀρθιάζοντα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»