-
1 ἐξαμβλώσκω
A = ἐξαμβλόω, Dsc.2.164.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλώσκω
-
2 ἐξαμβλέομαι
A miscarry, Hp.Mul.1.25 (s. v.l.); cf. ἐξαμβλέβει· διαφθείρει, ἐγκυμονεῖ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλέομαι
-
3 ἐξαμβλίσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλίσκω
-
4 ἐξαμβλόω
A f.l. for -ῶσαι in Them.Or.2.33b:—make to miscarry,νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν E.Andr. 356
:—[voice] Pass., of the foetus, miscarry,βρέφος ἐξαμβλωθέν Apollod.3.4.3
: metaph.,αὕτη ἡ ἐλπὶς ἐξήμβλωτο αὐτῇ Ael.Fr.57
.2 make abortive: metaph., φροντίδ' ἐξήμβλωκας you have made a notion miscarry, Ar.Nu. 137; to which Strepsiades retorts, εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον your abortive thought, ib. 139, cf. Pl.Tht. 150e;ἐ. θείας γονάς Ph.1.219
:—[voice] Pass.,ὁ πυρὸς ἐξαμβλούμενος Thphr.CP4.5.3
;σώματος ἰσχὺς ἐξαμβλοῦται Plu. 2.2e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλόω
-
5 ἐξαμβλύνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαμβλύνω
-
6 ἐξάμβλωμα
A abortion, Artem.1.51 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάμβλωμα
-
7 ἐξάμβλωσις
A miscarriage, Hp. Nat.Puer.18 (pl.), Thphr.HP9.9.2, Gal.19.178.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάμβλωσις
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский