-
1 ἅμιλλος
ἅμιλλος, ὁ,A = ἅμιλλα, Doroth. ap. Phot.p.92 R. [full] ἁμιλλοφόρος, Ar.Fr.42 D., perh. f.l. for -ότερος (cf. [full] ἁμιλλότεροι· ὲπὶ πλέον ἐρί ζοντες, Hsch.); sed potius leg. ἀμαλλοφόρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅμιλλος
-
2 παρ-άμιλλος
παρ-άμιλλος, wetteifernd, Suid. v. σαυτὴν ἐπαινεῖς.
-
3 ἀ-παρ-άμιλλος
ἀ-παρ-άμιλλος, dasselbe, Sp.
-
4 ἀνθ-άμιλλος
ἀνθ-άμιλλος, dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.
-
5 ἐφ-άμιλλος
ἐφ-άμιλλος, was ein Gegenstand des Streites u. Wetteifers ist, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης, obwohl Alle in der Liebe zum Vaterlande wetteifern können, Dem. 18, 320; ἐφάμιλλον ποιεῖν τὸ ποιεῖν ἀλλήλους εὖ, das Wohlthun zum Gegenstande des Wetteifers machen, 20, 102; – wetteifernd womit, nahe kommend, ähnlich, οὐδεὶς τούτῳ ἐφάμιλλος γίγνεται Xen. Mem. 3, 3, 12; τοῖς τοῦ πατρὸς ἐπιτηδεύμασι, nacheifern, Isocr. 1, 12; ἐφ. τοῖς μεγίστοις Pol. 32, 23, 3, öfter, wie Plut.; auch adv., Cleom. 39; Aristaen. 1, 2.
-
6 ἐν-άμιλλος
ἐν-άμιλλος, wetteifernd, im Wettkampf Einem gewachsen, gleich; τοῖς ἡλικιώταις Plat. Prot. 316 c; Isocr. 5, 68 u. öfter; Dem. 25, 54; dem συμβλητόν entsprechend, Arist. polit. 3, 8; πρός τι, Plat. Critia. 110 e u. Sp.; τινός, Plut. Ag. et Graech. 3. – Adv. ἐναμίλλως, τινί, Isocr. 12, 7.
-
7 ἰσ-άμιλλος
ἰσ-άμιλλος, im Wettkampfe gleich, gewachsen, τινί, Sp. – Adverbial, ἰσάμιλλα δραμοῦσα, Philp. 34 (IX, 311).
-
8 ανθαμιλλος
-
9 εναμιλλος
2(τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.)
δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. — если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать -
10 εφαμιλλος
21) служащий предметом соревнованияἐ. ἥ εἰς τέν πατρίδα εὔνοια Dem. — соревнование в патриотизме
2) соревнующийся, могущий соперничать, т.е. (почти) равный(τινι Xen., Isocr., Polyb.)
πρὸς δόξαν ἐ. τινι περὴ τὰς συνηγορίας Plut. — оспаривающий у кого-л. славу лучшего адвоката -
11 άμιλλ'
ἅμιλλα, ἅμιλλαcontest for superiority: fem nom /voc sgἅμιλλαι, ἅμιλλαcontest for superiority: fem nom /voc plἅμιλλε, ἅμιλλοςmasc voc sg -
12 ἅμιλλ'
ἅμιλλα, ἅμιλλαcontest for superiority: fem nom /voc sgἅμιλλαι, ἅμιλλαcontest for superiority: fem nom /voc plἅμιλλε, ἅμιλλοςmasc voc sg -
13 άμιλλον
-
14 ἅμιλλον
-
15 ἰσάμιλλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσάμιλλος
-
16 ἀνθάμιλλος
ἀνθ-άμιλλος, dagegen wetteifernd, Nebenbuhler -
17 ἀπαραμίλλητος
ἀ-παρ-αμίλλητος, ἀ-παρ-άμιλλος, unübertrefflich -
18 ἀπαράμιλλος
ἀ-παρ-αμίλλητος, ἀ-παρ-άμιλλος, unübertrefflich -
19 ἐνάμιλλος
ἐν-άμιλλος, wetteifernd, im Wettkampf einem gewachsen, gleich -
20 ἐφάμιλλος
ἐφ-άμιλλος, was ein Gegenstand des Streites u. Wetteifers ist, ἐφαμίλλου τῆς εἰς τὴν πατρίδα εὐνοίας ἐν κοινῷ πᾶσι κειμένης, obwohl alle in der Liebe zum Vaterlande wetteifern können; ἐφάμιλλον ποιεῖν τὸ ποιεῖν ἀλλήλους εὖ, das Wohltun zum Gegenstande des Wetteifers machen; wetteifernd womit, nahe kommend; τοῖς τοῦ πατρὸς ἐπιτηδεύμασι, nacheifern
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άμιλλος — ἅμιλλος, ο (Μ) η άμιλλα* … Dictionary of Greek
ἅμιλλον — ἅμιλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… … Dictionary of Greek
συνάμιλλος — ον, Α αντίπαλος, ανταγωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εφ άμιλλος] … Dictionary of Greek
ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)