Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν-ύπνιον

См. также в других словарях:

  • πρωτοΰπνιο — το / πρωτοΰπνιον, ΝΜΑ, και πρωτοΰπνι Ν, και πρωθύπνιον ΜΑ ο πρώτος ύπνος μσν. αρχ. η πρώτη φρουρά τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ύπνιον (< ὕπνος), πρβλ. εν ύπνιον] …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»