-
1 περι-τριβής
περι-τριβής, ές, ringsum abgerieben; – a) von Arbeit abgemattet, ermüdet, Ap. Rh. 1, 1175. – b) von vielem Gebrauch abgenutzt, δόνακες, Damochar. 2 (VI, 63). – c) verschlagen, gerieben (?).
-
2 πεδο-τριβής
πεδο-τριβής, ές, den Boden durch wiederholtes Betreten gleichsam abreibend; ἴχνος Nonn. D. 10, 361, u. a. Sp.
-
3 παιδο-τρίβης
παιδο-τρίβης, ὁ, der Lehrer der Knaben in der Ringkunst; Antiph. III γ 6; παλαίστρας ἀνοίγνυσι, Aesch. 1, 10; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνϑανες; Ar. Equ. 1238, öfter; οἱ περὶ τὸ σῶμα παιδοτρίβαι τε καὶ ἰατροί, Plat. Gorg. 504 a, der auch ἡ παρὰ τοῦ γραμματιστοῠ καὶ παιδοτρίβου μάϑησις vrbdt, Prot. 312 b; Folgde. – Nach Schol. Ar. Equ. 492 auch = ἀλείπτης u. κηρωματιστής. – Bei Automed. 1 (XII, 34) mit obsconer Anspielung auf παιδεραστής.
-
4 παλιν-τριβής
παλιν-τριβής, ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.
-
5 συν-τριβής
συν-τριβής, ές, = σύντριψ, Hesych.
-
6 τυμπανο-τρίβης
τυμπανο-τρίβης, ὁ, Paukenschläger, übertr., ein unmännlicher, weibischer Mensch, wie die entmannten paukenschlagenden Priester der Cybele.
-
7 φαρμακο-τρίβης
φαρμακο-τρίβης, ὁ, = Folgdm; Dem. 48, 12; Ael. H. A. 9, 62.
-
8 εὐ-τριβής
-
9 μεσο-τριβής
μεσο-τριβής, ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.
-
10 νεο-τριβής
νεο-τριβής, ές, ueu gerieben, πυρὸς ἄχϑος, Phocyl. 155.
-
11 νομο-τριβής
νομο-τριβής, ές, eigtl. an Gesetzen gerieben, gesetzkundig, Nicet.
-
12 λειο-τριβής
λειο-τριβής, ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
-
13 οἰκο-τρίβης
οἰκο-τρίβης, ὁ, = οἰκότριψ, VLL. erkl. οἰκογενὴς δοῠλος; – aber οἰκοτριβής ist = das Haus aufreibend, verderbend, δαπάνη, Critia. bei Ath. X, 432 e.
-
14 ἀ-τριβής
ἀ-τριβής, ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v. l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.
-
15 ἀ-χρονο-τριβής
ἀ-χρονο-τριβής, ές, Hesych., ohne Zeitverlust.
-
16 ἀμφι-τρίβης
ἀμφι-τρίβης, ὁ, rings abgerieben, dah. durchtrieben, verschmitzt, Archil. bei Gramm. Herm. p. 435.
-
17 ἐν-τριβής
ἐν-τριβής, ές, an Etwas gerieben, geübt worin; πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ Soph. Ant. 177; τῇ τοιαύτῃ τέχνῃ Plat. Legg. VI, 769 b; Sp.; ἐντριβεῖς γενέσϑαι καὶ γυμνασϑῆναι vrbdt Isocr. – Sp. auch τινός, wie πληγῶν Schol. Il. 11, 559. – Adv. ἐντριβῶς, Eust.
-
18 ἰσο-τριβής
ἰσο-τριβής, σελμάτων, gleich Anderen auf den Ruderbänken verweilend, Aesch. Ag. 1418, Conj. für ἱστοτριβής.
-
19 ὠμο-τριβής
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt, ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Oel aus unreifen Oliven, Theophr. bei Ath. II, 67 b.
-
20 τριβή
τριβή, ἡ, das Reiben, Abreiben, Beschädigen, κτεάνων Aesch. Ch. 931. – Gew. übertr., die Uebung, durch Uebung erlangte Geschicklichkeit, Sp. – Das Betreiben einer Sache, die Beschäftigung womit; οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τριβή, ein kunstloses Treiben, Plat. Phaedr. 260 e, der ἐμπειρία καὶ τριβή der τέχνη entggstzt, ib. 270 b, vgl. Gorg. 463 b; Xen. An. 5, 6, 15, Uebung; τὰ μὲν ἐκ τριβῆς, τὰ δ' ἐξ ἱστορίας, τὰ δὲ κατ' ἐμπειρίαν μεϑοδικὴν ϑεωρεῖται, Pol. 9, 14, 1; auch τριβὴν ἔχειν ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 1, 32, 1; auch Sorge, φίλον Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν, Aesch. Ch. 738. – Aufschub, Verweilen, auch Unterhaltung, Zeitvertreib; Aesch. Prom. 642; μὴ τριβὰς ἔτι, Soph. Ant. 573; οὐ μακροῦ χρόνου τριβή, 1065, vgl. O. R. 1160; βίος οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν, Ar. Av. 156, vgl. Ach. 363; τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνακωχῆς, Thuc. 8, 87; χρόνου τριβή, Länge der Zeit, Plat. Rep. VI, 493 b; τριβὴν λαμβάνει ὁ πόλεμος, Pol. 1, 20, 9, er wird in die Länge gezogen.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριβῆς — τριβεύς rubber masc nom pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl τριβή rubbing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῇς — τρίβω rub aor subj pass 2nd sg τριβή rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβῃς — τρί̱βῃς , τρίβω rub pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… … Dictionary of Greek
συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ευτριβής — εὐτριβής, ές (Α) αυτός που έχει τριφτεί καλά, που έχει γίνει ψιλή σκόνη, ο λειοτριβημένος, ο ψιλοκοπανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριβης (< τρίβω), πρβλ. μεσο τριβής, νεο τριβής] … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek