-
21 ἀμφιτρίβης
ἀμφι-τρίβης, rings abgerieben, dah. durchtrieben, verschmitzt -
22 ἀτριβής
-
23 ἀχρονοτριβής
-
24 ἐντριβής
ἐν-τριβής, ές, an etwas gerieben, geübt worin -
25 εὐτριβής
εὐ-τριβής, ές, u. εὔ-τριπτος, wohlgerieben -
26 ἰσοτριβής
ἰσο-τριβής, σελμάτων, gleich anderen auf den Ruderbänken verweilend -
27 λειοτριβής
λειο-τριβής, ές, glatt zerrieben, od. fein zerrieben -
28 μεσοτριβής
μεσο-τριβής, ές, halb abgerieben -
29 νεοτριβής
νεο-τριβής, ές, u. νεό-τριπτος, neu gerieben -
30 νομοτριβής
νομο-τριβής, ές, eigtl. an Gesetzen gerieben, gesetzkundig -
31 οἰκοτρίβης
οἰκο-τρίβης, ὁ, das Haus aufreibend, verderbend -
32 παιδοτρίβης
παιδο-τρίβης, ὁ, der Lehrer der Knaben in der Ringkunst; mit obszöner Anspielung auf παιδεραστής -
33 παλιντριβής
παλιν-τριβής, ές, u. παλίν-τριψ, ιβος, wiederholt gerieben, abgerieben; der Esel παλ., der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist -
34 πεδοτριβής
πεδο-τριβής, ές, den Boden durch wiederholtes Betreten gleichsam abreibend -
35 περιτριβής
περι-τριβής, ές, ringsum abgerieben; (a) von Arbeit abgemattet, ermüdet; (b) von vielem Gebrauch abgenutzt; (c) verschlagen, gerieben -
36 τυμπανοτρίβης
τυμπανο-τρίβης, ὁ, Paukenschläger, übertr., ein unmännlicher, weibischer Mensch, wie die entmannten paukenschlagenden Priester der Cybele -
37 φαρμακοτρίπτης
φαρμακο-τρίπτης, ὁ, u. φαρμακο-τρίβης, ὁ, u. φαρμακό-τριψ, ιβος, ὁ, der φάρμακα reibt u. zubereitet, gew. ein Sklave des φαρμακοπώλης -
38 ὠμοτριβής
ὠμο-τριβής, ές, roh zerrieben, zermahlen, zermalmt, gepreßt; ὠμοτριβὲς ἔλαιον, Öl aus unreifen Oliven
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τριβῆς — τριβεύς rubber masc nom pl τριβεύς rubber masc nom/voc pl τριβή rubbing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβῇς — τρίβω rub aor subj pass 2nd sg τριβή rubbing fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβῃς — τρί̱βῃς , τρίβω rub pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… … Dictionary of Greek
συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ευτριβής — εὐτριβής, ές (Α) αυτός που έχει τριφτεί καλά, που έχει γίνει ψιλή σκόνη, ο λειοτριβημένος, ο ψιλοκοπανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριβης (< τρίβω), πρβλ. μεσο τριβής, νεο τριβής] … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek