-
1 σφρᾱγίζω
σφρᾱγίζω, ion. σφρηγίζω, 1) siegeln, besiegeln, versiegeln, ἐν ᾡ κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος, Aesch. Eum. 792; γράμματα, Eur. I. A. 38; δεινοῖς σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, I. T. 1372; übh. stempeln, bezeichnen, auch mit Wunden, Ritzen u. dgl. – 2) übertr., begränzen, bestimmen, festsetzen.
-
2 σφρᾱγίζω
-
3 προ-σφρᾱγίζω
προ-σφρᾱγίζω, vorher besiegeln, Sp.
-
4 παρα-σφρᾱγίζω
παρα-σφρᾱγίζω, daneben siegeln, ein Siegel daneben drücken, Teles b. Stob. fl. 97, 31 M.; nach Moeris hellenistisch für das attische παρασημήνασϑαι. – Auch = ein Siegel oder Gepräge nachmachen, verfälschen, VLL.
-
5 συ-σφρᾱγίζω
συ-σφρᾱγίζω, zusiegeln, versiegeln, besiegeln, LXX., auch med.
-
6 κατα-σφρᾱγίζω
κατα-σφρᾱγίζω, versiegeln; ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. Suppl. 925; Plat. Eryx. 400 a; Luc. Alex. 49 u. a. Sp.
-
7 ἀπο-σφρᾱγίζω
ἀπο-σφρᾱγίζω, ion. - σφρηγίζω, 1) versiegeln ( Hesych. ἀποκεκλεῖσϑαι), Eur. Or. 1108 im med.; Plut. Alex. 2. – 2) entsiegeln?
-
8 ἀνα-σφρᾱγίζω
ἀνα-σφρᾱγίζω, auf-, entsiegeln.
-
9 ἐπι-σφρᾱγίζω
ἐπι-σφρᾱγίζω, ion. u. ep. ἐπισφρηγίζω, das Siegel darauf drücken, besiegeln, bestätigen, κλέος ϑανόντι Ep. in athl. stat. 42 ( Plan. 366). Gew. im med., τῶν ῥηϑέντων ἐπισφραγισαμένους ὅσα ἂν εἶναι καίρια δοκῇ Plat. Legg. IX, 855 e; περὶ ἁπάντων οἷς ἐπισφραγιζόμεϑα τοῠτο ὃ ἔστι, die wir mit dem Sein bezeichnen, Phaed. 75 d; auch pass., Phileb. 26 d; βουλόμενος ἐπισφραγίσασϑαι διὰ τῆς συγκλήτου τὴν αὑτοῦ παρανομίαν, er wollte bestätigen, gut heißen lassen, Pol. 32, 22, 3; σιγῇ τι, verschweigen, Hel. 6, 15.
-
10 ἐν-σφραγίζω
ἐν-σφραγίζω, ion. ἐνσφρηγίζω, ein Siegel darauf drücken, Sp.; geistig einprägen, Ἔρως εἰκόνα – βένϑεϊ καρδίης paul. Sil. 27 (V, 274); τὰ τῶν λόγων ἴχνη ταῖς ἀκοαῖς ἐνεσφραγίσϑη Luc. am. 5;. med., sich einprägen, Clem. Al.
-
11 ἐκ-σφρᾱγίζω
ἐκ-σφρᾱγίζω, ein Siegel abdrücken? – Bei Eur. Herc. Fur. 53, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένος δόμων, = ausgeschlossen.
-
12 ἐξ-απο-σφραγίζω
ἐξ-απο-σφραγίζω, entsiegeln, em. Herm. für ἐξεπισφρ.
-
13 ἐν-απο-σφρᾱγίζω
ἐν-απο-σφρᾱγίζω, darin abdrücken (ein Siegel), Sext. Emp. Pyrrh. 2, 4 u. a. Sp.
-
14 ἐξ-επι-σφρᾱγίζω
ἐξ-επι-σφρᾱγίζω, fest besiegeln, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c; Herm. conj. ἐξαποσφ.
-
15 σφρηγίζω
-
16 ἀνασφρᾱγίζω
ἀνα-σφρᾱγίζω, auf-, entsiegeln -
17 ἀποσφρᾱγίζω
ἀπο-σφρᾱγίζω, (1) versiegeln. (2) entsiegeln? -
18 ἐκσφρᾱγίζω
-
19 ἐναποσφρᾱγίζω
-
20 ἐνσφραγίζω
ἐν-σφραγίζω, ein Siegel darauf drücken; geistig einprägen; sich einprägen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφραγίζω — σφραγίζω, σφράγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφραγίζω — σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres subj act 1st sg σφρᾱγίζω , σφραγίζω close pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγίζω — ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, ίδος] 1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ) 2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α … Dictionary of Greek
σφραγίζω — σφράγισα, σφραγίστηκα, σφραγισμένος 1. βάζω πάνω σε κάτι τη σφραγίδα: Σφράγισε το γραμματόσημο. – Σφράγισαν τα κρέατα οι υγειονομικές αρχές. 2. κλείνω κάτι εντελώς: Σφράγισε το μπουκάλι. – Του σφράγισαν το στόμα. 3. μτφ., δίνω τέλος σε κάτι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφρήγιζε — σφραγίζω close pres imperat act 2nd sg (ionic) σφραγίζω close imperf ind act 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close pres imperat act 2nd sg σφρηγίζω close imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφρηγίζετο — σφραγίζω close imperf ind mp 3rd sg (ionic) σφρηγίζω close imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενσφραγίζω — (AM ἐνσφραγίζω, Α και ιων. τ. ἐνσφρηγίζω) [σφραγίζω] τυλίγω κάτι και το σφραγίζω αρχ. σφραγίζω, τοποθετώ έγκυρη σφραγίδα … Dictionary of Greek
συσφραγίζω — Α [σφραγίζω] 1. σφραγίζω μαζί με κάποιον 2. μέσ. συσφραγίζομαι α) σφραγίζω και υπογράφω συγχρόνως β) επισυνάπτω … Dictionary of Greek
σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… … Dictionary of Greek
σφραγισμός — ὁ, Α [σφραγίζω] 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, σφράγισμα … Dictionary of Greek
κατεσφραγισμένα — κατεσφρᾱγισμένα , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)