-
1 κατα-σφρᾱγίζω
κατα-σφρᾱγίζω, versiegeln; ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα Aesch. Suppl. 925; Plat. Eryx. 400 a; Luc. Alex. 49 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
κατεσφραγισμένα — κατεσφρᾱγισμένα , κατά σφραγίζω close perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεσφρᾱγισμένᾱ , κατά σφραγίζω close perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασφραγίζω — και ιων. και επικ. τ. κατασφρηγίζω (Α) 1. σφραγίζω, εντελώς, κλείνω επιμελώς, διαφυλάσσω («ἐν πτυχαῑς βίβλων κατεσφραγισμένα», Πλούτ.) 2. μτφ. προσδίδω κύρος σε κάτι, επισφραγίζω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω 3. καθορίζω επακριβώς κάτι … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek