-
1 παρ-ηλλαγμένως
παρ-ηλλαγμένως, adv. part. perf. pass. von παραλλάσσω, verändert, auf ungewöhnliche Weise, Pol. 15, 16, 3 D. Sic. 14, 112 u. a. Sp.
-
2 δι-ηλλαγμένως
δι-ηλλαγμένως, auf verschiedene Weise, Strab. XIII, 582.
-
3 ἐπ-ηλλαγμένως
ἐπ-ηλλαγμένως, abwechselnd, Hierocl.
-
4 ἐν-ηλλαγμένως
ἐν-ηλλαγμένως, verwechselt, vertauscht, Gramm.
-
5 ἐξ-ηλλαγμένως
ἐξ-ηλλαγμένως, auf veränderte, fremde Weise, Plut. Symp. 9, 14, 6 D. Sic. 2, 42 S. Emp. adv. math. 8, 187.
-
6 παρηλλαγμενως
-
7 διηλλαγμένως
-
8 ἐνηλλαγμένως
ἐν-ηλλαγμένως, verwechselt, vertauscht -
9 ἐξηλλαγμένως
ἐξ-ηλλαγμένως, auf veränderte, fremde Weise -
10 ἐπηλλαγμένως
-
11 παρηλλαγμένως
παρ-ηλλαγμένως, verändert, auf ungewöhnliche Weise