-
121 ἀμβολίη
A delay, A.R.3.144: c. gen., 4.396, Nonn.D.38.12, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβολίη
-
122 ἀναβολάδιον
Aἀναβολή 1.2
, mantle, Aq.Is.61.3, POxy. 109, Isid.Etym.19.25.7:—also [suff] ἀναβόλ-αιον, τό, Sm.Is.3.22, Edict.Diocl.26.78,93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβολάδιον
-
123 δικαιοδοσία
δικαιο-δοσία, ἡ, (1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege; ταχϑεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριϑέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appellieren darf. (2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll -
124 κοσύμβη
Grammatical information: f.Meaning: `name of a cloak, which after D. Chr. 72, 1 was used by herders and countrymen, by EM 311, 5 a. H. a. o. explained with ἐγκόμβωμα (s. κόμβος), by EM 349, 15 called an ἀναβολή; the meaning `κρωβύλος' in Poll. 2, 30 (reading varying) must be a blending with κόρυμβος (s. v.).Other forms: also κότθυβος (with dialectal τθ = σσ) a piece of military equipment; cf. also κοσσυβάτας which confirms the nasalless form (Fur. 283). Further Lat. gossypion, - inum (Plin. N.H. 19, 14, resp. 1, 12, 21 +; from *γοσσυπιον); = περίζωμα? ( Rev. Arch. 1935: 2, 31). Also κόσυμβος m., after H. (- σσ-) = κοσ(σ)ύμβη; also `hairnet' (LXX Is. 3, 18); from it κοσυμβωτός (Ex. 28, 35, χιτών; v. l. κόσυμβος), after H. = κροσσωτός, i.e. `with fringes'.Derivatives: from it κοσυμβωτός (Ex. 28, 35, χιτών; v. l. κόσυμβος), after H. = κροσσωτός, i.e. `with fringes'.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin], LW [loanword] Sem.Etymology: Technical foreign word; on the ending - βος Chantraine Formation 262. Lewy, KZ 58, 26ff compares Assyr. guzippu, kuzippu `a cloak', Arab. korsuf `cotton'. Well adapted to the structure of Pre-Greek.Page in Frisk: 1,930-931Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κοσύμβη
-
125 Adjournment
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Adjournment
-
126 Delay
v. trans.Defer: P. and V. ἀναβάλλεσθαι (Eur., Alc. 526), εἰς αὖθις ἀποτίθεσθαι, P. ἐπέχειν (Thuc. 5, 63), παρωθεῖσθαι.——————v. intrans.P. and V. μέλλειν, ὀκνεῖν, χρονίζειν, σχολάζειν, τρίβειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν, βραδύνειν (Plat., Polit. 277B), P. διαμέλλειν, Ar. and P. διατρίβειν, V. κατασχολάζειν.——————subs.P. and V. διατριβή, ἡ, τριβή, ἡ, μονή, ἡ, ἕδρα, ἡ, μελλήματα, τά, P. μέλλησις, ἡ, ἐπιμονή, ἡ, ἐπίσχεσις, ἡ, V. μελλώ, ἡ (Æsch., Ag. 1356).Hesitation: P. and V. ὄκνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Delay
-
127 Postponement
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Postponement
-
128 Remand
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Remand
См. также в других словарях:
ἀναβολή — that which is thrown up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… … Dictionary of Greek
αναβολή — η η μετάθεση για το μέλλον της εκτέλεσης μιας πράξης: Ζητήθηκε από την υπεράσπιση αναβολή της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβολῇ — ἀναβολῆι , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc dat sg (epic ionic) ἀναβολή that which is thrown up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαῖς — ἀναβολή that which is thrown up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαί — ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολῶν — ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
διαιώνιση — η και διαιωνισμός, ο 1. η διάρκεια επ άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες 2. η διαρκής αναβολή τής επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή τής λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ άπειρον 3. φρ. «η διαιώνιση τού είδους» η απόκτηση απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek