-
81 αναβολής
ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc nom plἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc nom /voc plἀναβολήthat which is thrown up: fem gen sg (attic epic ionic) -
82 ἀναβολῆς
ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc nom plἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc nom /voc plἀναβολήthat which is thrown up: fem gen sg (attic epic ionic) -
83 αναβολαίς
-
84 ἀναβολαῖς
-
85 αναβολαί
-
86 ἀναβολαί
-
87 αναβολών
-
88 ἀναβολῶν
-
89 αναβολάς
-
90 ἀναβολάς
-
91 αναβολέων
ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc gen plἀναβολέω̆ν, ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc gen plἀναβολήthat which is thrown up: fem gen pl (epic ionic) -
92 ἀναβολέων
ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc gen plἀναβολέω̆ν, ἀναβολεύςgroom who helps one to mount: masc gen plἀναβολήthat which is thrown up: fem gen pl (epic ionic) -
93 αναβολήν
-
94 ἀναβολήν
-
95 crastinatio
crāstinātio, ōnis, f. (crastinus) = ἀναβολή, ὑπέρθεσις, das Aufschieben, der Aufschub, Gloss. II, 117, 29.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > crastinatio
-
96 311
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 311
-
97 adjournment
noun προσωρινή διακοπή, αναβολή -
98 deference
['defərəns]1) (willingness to consider the wishes etc of others: He always treats his mother with deference.) σεβασμός2) (the act of deferring.) αναβολή -
99 postponement
noun αναβολή -
100 отлагательство
[ατλαγκάτιλ'στβα] ονσ ο. αναβολή
См. также в других словарях:
ἀναβολή — that which is thrown up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… … Dictionary of Greek
αναβολή — η η μετάθεση για το μέλλον της εκτέλεσης μιας πράξης: Ζητήθηκε από την υπεράσπιση αναβολή της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβολῇ — ἀναβολῆι , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc dat sg (epic ionic) ἀναβολή that which is thrown up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαῖς — ἀναβολή that which is thrown up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαί — ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολῶν — ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
διαιώνιση — η και διαιωνισμός, ο 1. η διάρκεια επ άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες 2. η διαρκής αναβολή τής επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή τής λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ άπειρον 3. φρ. «η διαιώνιση τού είδους» η απόκτηση απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek