-
1 erteleme
αναβολή, αναστολή -
2 talik
αναβολή. μετάθεση, αναστολή, εξάρτηση -
3 tecil
αναβολή -
4 ajournement
αναβολή -
5 sursis
αναβολή -
6 odklad
αναβολή -
7 odložení
αναβολή -
8 odročení
αναβολή -
9 postponement
αναβολή -
10 odroczenie
αναβολή -
11 zawieszenie
αναβολή -
12 отсрочка
-
13 отлагательств^
отлагательств^с ἡ ἀναβολή:без \отлагательств^а δίχως ἀναβολές, ἐπειγόντως· дело не тер-пит \отлагательств^а ἡ ὑπόθεση δέν ἐπιδέχεται ἀναβολή, ἡ ὑπόθεση εἶναι, κατεπείγουσα. -
14 отсрочка
отсрочк||аж1. (действие) ἡ ἀναβολή / ἡ παράτασή (προθεσμίας) (на определенный срок):дать (получить) \отсрочкау παίρνω (δίνω) ἀναβολή·2. (продление срока действия документа) ἡ παράταση:\отсрочка заграничного паспорта ἡ παράταση διαβατηρίου. -
15 deferment
1) (delaying; postponement.) αναβολή2) (officially sanctioned postponement of compulsory military service: draft deferment for college students.) αναβολή στράτευσης -
16 deferral
1) (delaying; postponement.) αναβολή2) (officially sanctioned postponement of compulsory military service: draft deferment for college students.) αναβολή στράτευσης -
17 отложение
-я ουδ.1. αναβολή•отложение дела αναβολή της υπόθεσης.
2. απόθεση αυγών.3. κατα-κάθιση, σχηματισμός στρώματος, ιζηματογένεση. -
18 отмена
-ы θ.κατάργηση• ακύρωση•отмена налога κατάργηση του φόρου•
отмена закона κατάργηση νόμου•
отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•
отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•
отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.
|| ανάκληση•отмена приказания ανάκληση διαταγής.
|| αναβολή•отмена спектакля αναβολή του θεάματος.
εκφρ.в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του... -
19 контанго
(бирж.) η μεταφορά, ο τόκος (διά την αναβολή παραλαβής ή εξόφλησης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контанго
-
20 отлагательство
η αναβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отлагательство
См. также в других словарях:
ἀναβολή — that which is thrown up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναβολή — η (Α ἀναβολή) μετάθεση τού χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση αρχ. 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος 2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης 3. τρόπος τού να φοράει κανείς τον μανδύα 4.… … Dictionary of Greek
αναβολή — η η μετάθεση για το μέλλον της εκτέλεσης μιας πράξης: Ζητήθηκε από την υπεράσπιση αναβολή της δίκης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναβολῇ — ἀναβολῆι , ἀναβολεύς groom who helps one to mount masc dat sg (epic ionic) ἀναβολή that which is thrown up fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαῖς — ἀναβολή that which is thrown up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολαί — ἀναβολή that which is thrown up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολήν — ἀναβολή that which is thrown up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβολῶν — ἀναβολή that which is thrown up fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέλλητος — ἀμέλλητος, ον (Α) [μέλλω] ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή … Dictionary of Greek
αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… … Dictionary of Greek
διαιώνιση — η και διαιωνισμός, ο 1. η διάρκεια επ άπειρον, η διατήρηση στους αιώνες 2. η διαρκής αναβολή τής επίλυσης ενός ζητήματος, η αναβολή τής λύσης του για μεγάλο διάστημα ή επ άπειρον 3. φρ. «η διαιώνιση τού είδους» η απόκτηση απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek