-
1 νήω
-
2 περι-νήω
-
3 συν-νήω
συν-νήω, ion. = συννέω, zusammenhäufen.
-
4 κατα-νήω
κατα-νήω oder κατανέω, aufhäufen, λιβανωτοῦ τριηκόσια τάλαντα κατανήσας ἐπὶ τοῦ βωμοῦ Her. 6, 97.
-
5 νοσσεύω
νοσσεύω, = νεοσσεύω, ausbrüten, nisten, νενοσσευμένα ὀρνίϑων γένεα ἐν τῷ νηῷ, Her. 1, 159.
-
6 νᾱός
νᾱός, ὁ, ion. νηός, att. νεώς (ναίω, also eigtl. jede Wohnung), die Wohnung eines Gottes auf der Erde, der Temp el; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα, Il. 1, 39; ἑῷ ἐνὶ πίονι νηῷ, 2, 549; ὅϑι οἱ νηός γ' ἐτέτυκτο, 5, 446, öfter; Πύϑιον ναὸν καταβάντα, Pind. P. 4, 55; ϑεῶν ναοῖσιν, Ol. 13, 21, öfter; ναοὺς ἱκέσϑαι δαιμόνων, Soph. O. R. 912; ἀμφικίονες, Ant. 286, öfter, wie bei Eur.; auch Plat. hat βωμοὺς καὶ ναούς, Legg. V, 738 c, ναῶν, Rep. III, 394 a; Xen. An. 5, 3, 9 u. sonst einzeln in att. Prosa für νεώς, w. m. vgl. – Insbesondere auch der innere Tempelraum, das Schiff, Her. 1, 183; u. der Ort, in welchem das Bild des Gottes steht, sonst σηκός, Valck. Her. 6, 19, also ein Theil des ἱερόν, mit dem es fast gleichbedeutend gebraucht wird.
-
7 ἤ-κεστος
ἤ-κεστος, p. = ἄκεστος, ungestachelt, βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, Il. 6, 94. 275. 309, Rinder, die den Stachelstab noch nicht gefühlt, noch nicht gezogen haben, also noch ungebändigte, junge Rinder; die Alten erkl. ἀκέντητος, ἀδάμαστος.
-
8 ἤκεστος
ἤ-κεστος, ungestachelt, βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, Rinder, die den Stachelstab noch nicht gefühlt, noch nicht gezogen haben, also noch ungebändigte, junge Rinder -
9 κατανήω
-
10 περινήω
περι-νήω, ringsherum häufen, zusammenlegen, auch haufenweise mit etwas umgeben -
11 συννήω
См. также в других словарях:
νηῶ — ναός 2 Ma. masc gen sg (epic doric ionic aeolic) νηέω heap pres subj act 1st sg (attic epic doric) νηέω heap pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηῷ — ναός 2 Ma. masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηῶι — νηῷ , ναός 2 Ma. masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEDICULA — apud Minucium Fel. Templum quod ei (Deo) exstruam, cum totus hic mundus eum capere non possit. et cum homo latius maneam, intra unam aediculam vim tantae Masestatis includam? Idem cum Aede exigua Tibulli, l. 1. Eleg. 10. Paupere cultu Stabat in… … Hofmann J. Lexicon universale
PISCATORII Ludi — peragi Romae soliti 7. Id. Iunii, fiebant trans Tiberim quotnnis, ut Festus scribit, a Praetore urbano, pro Piscatoribus Tiberinis, quorum quaestus non in macellum pervenit, sed fere in aream Volcani, quod in genus pisciculorum vivorum daretur ei … Hofmann J. Lexicon universale
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω … Dictionary of Greek
καταχρυσώ — καταχρυσῶ, όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) [κατάχρυσος] καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.) 2. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek