-
1 νηώ
ναός2 Ma.masc gen sg (epic doric ionic aeolic)νηέωheap: pres subj act 1st sg (attic epic doric)νηέωheap: pres ind act 1st sg (attic epic doric)——————ναός2 Ma.masc dat sg (epic ionic) -
2 νηῶ
Βλ. λ. νηώ -
3 νηῷ
Βλ. λ. νηώ -
4 νηώι
-
5 νηῶι
-
6 ἐγκατατίθημι
II Hom. only in [voice] Med., ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ put the band upon or round thy waist, Il.14.219, cf. 223; ἄτην ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ stored up, devised mischief in his heart, Od.23.223; τελαμῶνα ἑῇ ἐγκάτθετο τέχνῃ stored up the belt in his art, designed it by his art, Od.11.614; σὺ ταῦτα τεῷ ἐνικάτθεο θυμῷ store it up in thy heart, Hes.Op.27;στέρνοις ἐγκατέθεντο Simon.85.5
;ὅκα φρεσὶν ἐγκατάθοιτο βουλάν Theoc.17.14
;γλυφίδας.. ἐνικάτθετο νευρῇ A.R.3.282
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκατατίθημι
-
7 ἐναυλίξω
ἐναυλ-ίξω, intr.,II [voice] Med., take up one's quarters during the night, νύκτα οὐδεὶς ἐναυλίζεται [ ἐν τῷ νηῷ] Hdt.1.181;ἐν Τανάγρῃ νύκτα ἐναυλισάμενος Id.9.15
; esp. of soldiers, take up night-quarters, bivouac, Th.3.91, 4.54, 8.33, X.An.7.7.8, etc.; (Ephesus, iii B. C.).III metaph., of diseases, lodge,ἐν τῷ στήθει Hp.Nat.Hom.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναυλίξω
-
8 ἐνίστημι
ἐνίστημι, causal in [tense] pres., [tense] fut.and [tense] aor. 1 [voice] Act., and [tense] aor. 1 [voice] Med.:—A put, place in,ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16
;στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102
; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν)ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e
; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst)τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6
: c. dat.,ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563
.2 in Law, institute an heir,ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75
(vi A. D.).3 [tense] aor. 1 [voice] Med., also, begin,ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys. 268
; ; ὁ τοιοῦτονἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4
; ἐ. τὸ πρᾶγμα, Lat. rem instituere, Arist. Pr. 951a28;ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4
; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show.., Plb.1.82.9;πρᾶξιν Plu. Arat.16
: c. inf., D.S.14.53.4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—to be set in, stand in, ;ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91
: abs.,πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179
, cf. Pl.Ti. 50d, etc.2 enter upon, take possession of, Foed. Delph.Pell.2
B 14.II to be appointed,σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120
, cf. 6.59;ἐς ἀρχήν Id.3.68
;ἐς τυραννίδας Id.2.147
.III to be upon, threaten, c. dat. pers., ; ; in war, press hard,τινί Plb.3.97.1
: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2
;ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24
; to be at hand, arise,ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89
, cf. 139, Plb.1.71.4;τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58
: esp. in [tense] pf. part., pending, present,μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu. 779
, cf. Is.11.45, D.33.14;ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7
; soοὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21
(i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26;κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh. 1366b23
;ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94
; cf.ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260
.2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος ) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also the state of completion expressed by the perfect tense,Id.
Synt.205.15: also in [tense] aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; soτὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3
.IV stand in the way, resist, block,τοῖς ποιουμένοις Th.8.69
;τῇ φυγῇ Plu.Luc.13
;τῇ αὐξήσει Id.Rom.25
;πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3
, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument,ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd. 77b
; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).2 in Logic, object,τῷ καθόλου Arist.Top. 157b3
;πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo. 76b26
: abs., Id.Rh. 1402b24,al.;ἐ. ὅτι.. Id.APr. 69b6
;ὡς.. Id.EN 1172b35
, A.D. Synt.176.23.3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.V of fluids, congeal, freeze,ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1
; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίστημι
-
9 ὑπωρόφιος
A under the roof, dwelling under it, under cover, in a house, Il.9.640;τόξα.. νηῷ κεῖται ὑπωρόφια Simon.143
; φόρμιγγες ὑ. the harps sounding in the hall, Pi.P.1.97; parodied, ὑ. φάλαγγες (spiders) Ar.Ra. 1313 (lyr.); ὑ. δόμοι, = ὑπερῷα, Mosch.2.6.2 ὑπωροφία (sc. χώρα), ἡ, the woodwork of a tiled roof, IG11(2).161A51 (Delos, iii B. C.); [dialect] Dor. [full] ὑπωρυφία ib.42(1).102.42 (Epid., iv B. C.); the space under the roof or canopy, D.S.18.26;καπνώδεις ὑ. App.BC4.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπωρόφιος
См. также в других словарях:
νηῶ — ναός 2 Ma. masc gen sg (epic doric ionic aeolic) νηέω heap pres subj act 1st sg (attic epic doric) νηέω heap pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηῷ — ναός 2 Ma. masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηῶι — νηῷ , ναός 2 Ma. masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AEDICULA — apud Minucium Fel. Templum quod ei (Deo) exstruam, cum totus hic mundus eum capere non possit. et cum homo latius maneam, intra unam aediculam vim tantae Masestatis includam? Idem cum Aede exigua Tibulli, l. 1. Eleg. 10. Paupere cultu Stabat in… … Hofmann J. Lexicon universale
PISCATORII Ludi — peragi Romae soliti 7. Id. Iunii, fiebant trans Tiberim quotnnis, ut Festus scribit, a Praetore urbano, pro Piscatoribus Tiberinis, quorum quaestus non in macellum pervenit, sed fere in aream Volcani, quod in genus pisciculorum vivorum daretur ei … Hofmann J. Lexicon universale
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek
εναυλίζω — (Α ἐναυλίζω) αυλίζομαι, καταυλίζομαι, παραμένω ιδίως τη νύχτα σ έναν τόπο («οὐδέ νύκτα οὐδείς ἐναυλίζεται ανθρώπων [ἐν τῷ νηῷ]», Ηρόδ.) αρχ. (για αρρώστια) εντοπίζομαι, εδρεύω, εμφωλεύω … Dictionary of Greek
καταχρυσώ — καταχρυσῶ, όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) [κατάχρυσος] καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.) 2. μτφ. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
νεοσσεύω — (ΑΜ νεοσσεύω και νοσσεύω, Α αττ. τ. νεοττεύω, Μ και νοσσιεύω) [νεοσσός] κλωσσώ, εκκολάπτω νεοσσούς μσν. μτφ. (για πρόσ.) κατοικώ μσν. αρχ. (κυρίως το παθ.) ν(ε)οσσεύομαι φωλιάζω («ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα ἐν τῷ νηῷ», Ηρόδ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
πίων — ῑov και ανώμαλος τ. θηλ. πίειρα Α 1. (κυρίως στον Όμ. και ιδίως για ζώα) παχύς, ευτραφής («ἔθηκ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ. και ιδίως για άνδρες) σαρκώδης, λιπώδης («καὶ για γαστρώδεις καὶ παχύκνημοι καὶ πίονές εἰσιν ἀσελγῶς»,… … Dictionary of Greek