-
1 κερ-τόμιος
κερ-τόμιος, ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηϑῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέϑιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προςηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.
-
2 ψαύω
ψαύω, perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσϑην, berühren, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆςδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῠον κόρυϑες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν πρῶτος ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι τρυφάλεια; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. ϑεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von ψαύω = λοιδορέω abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Uebertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.
См. также в других словарях:
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek