-
1 ζητήσει
ζήτησιςseeking: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ζητήσεϊ, ζήτησιςseeking: fem dat sg (epic)ζήτησιςseeking: fem dat sg (attic ionic)ζητέωseek: aor subj act 3rd sg (epic)ζητέωseek: fut ind mid 2nd sgζητέωseek: fut ind act 3rd sg -
2 διατρίβω
A- τέτρῐφα Plb.4.57.3
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 διετρίβην [ῐ] (v. infr.):—rub hard,χερσὶ διατρίψας Il.11.847
: more freq., wear away, consume,πάντα διατρίβουσιν Ἁχαιοί Od.2.265
;χρήματα Thgn. 921
;τὰ τῶν Πελοποννησίων Th.8.87
; εἰς αἰτίας ἀλόγους δ. τὸ θεῖον to fritter away Providence into unreasoning causes, Plu.Nic.23:— [voice] Pass., κάκιστα διατριβῆναι perish utterly, Hdt.7.120 (v.l. ἐκ-), cf. Th. 8.78.II spend, of Time,θερείην Hdt.1.189
; freq.χρόνον δ. Lys. 3.11
;παρά τινι Hdt.1.24
, etc.;δ. τινὰς ἡμέρας X.HG6.5.49
;ἓξ ἔτη Isoc.4.141
(later c. gen.,ἐτῶν οὐκ ὀλίγων ἐν Ῥώμῃ δ. Hdn.3.10.2
):— [voice] Pass.,ἐνιαυτὸς διετρίβη Th.1.125
.2 abs. (without χρόνον), waste time, οὐ μὴ διατρίψεις..; make no more delay, Ar.Ra. 462; δ. ἐν γυμνασίοις pass all one's time there, Id.Nu. 1002; ;ἐν ἀγρῷ Philem.71.6
; αὐτοῦ, ἔνδον, Pl.Prt. 311a;δ. μετ' ἀλλήλων
go on talking,Id.
Phd. 59d, etc.: hence, busy, employ oneself,ἐν ζητήσει Id.Ap. 29c
;ἐν φιλοσοφίᾳ Id.Tht. 173c
; , Isoc.3.19, D.2.16;ἀμφί τι X.Eq.2.1
; , Isoc.1.4;πρὸς ἱππικῇ Pl.Prm. 126c
;πρὸς τοῖς ἔργοις Arist.Pol. 1309a8
; πρὸς φιλοσοφίᾳ (prob. l. for - ίαν) Pl.R. 540b: c. part.,δ. μελετῶσαι X.Cyr.1.2.12
.b abs., lose time, delay, Il.19.150, Hp.VC19, Ar.Eq. 515, etc.;λέγε καὶ μὴ διάτ ριβε Pl.R. 472b
; διατέτρῐφα I have let the time slip by.., Id.Tht. 143a: c. part., καθ' ἕκαστα λέγων δ. to waste time in speaking, Isoc.3.35, cf. D.1.9.3 reside, PHal.1.182 (iii B.C.), PStrassb. 22.6 (ii A.D.), etc.III put off by delay, thwart, hinder,μή τι διατρίβειν ἐμὸν χόλον Il.4.42
;οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον Od.20.341
; : c. dupl. acc. pers. et rei, ὄφρα κεν ἥ γε διατρίβῃσιν Ἀχαιοὺς ὃν γάμον put them off in the matter of her wedding, Od. 2.204: c. gen. rei, μὴ δηθὰ διατ ρίβωμεν ὁδοῖο let us not lose time on the way, ib. 404:—[voice] Med.,μή τι διατριβώμεθα πείρης A.R.2.883
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατρίβω
-
3 καθοράω
Aκαθεώρων X.Cyr.3.2.10
, [dialect] Ion. [ per.] 3sg.κατώρα Hdt.7.208
: [tense] pf. : [tense] fut.κατόψομαι Hdt.3.17
: [ per.] 3sg. [tense] pf. : [tense] aor. 1 : for [tense] aor. [voice] Act., v. κατεῖδον:— look down,ἐξ Ἴδης καθορῶν Il.11.337
;ἐπί τινος Hdt.7.44
:— [voice] Med.,ἐπὶ Θρῃκῶν καθορώμενος αἶαν Il.13.4
.II trans., look down upon,ὅσους θνητοὺς ἠέλιος καθορᾷ Sol.14
, cf. Thgn.168, 616, X.Cyr. 3.2.10;ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον Pl.Sph. 216c
, etc.: metaph.,φρένα Δίαν κ., ὄψιν ἄβυσσον A.Supp. 1058
(lyr.):—[voice] Med.,Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται Il.24.291
.2 have within view, see distinctly, descry, Hdt. 7.208, 9.59, Ar.Nu. 326, Pl.R. 516a, etc.:—[voice] Pass., Th.3.20, 112, Pl. Phlb. 38d, etc.3 behold, observe, perceive, Pi.P.9.49, E.Fr.910.5 (anap.); καθορᾶν τι ἔν τινι to observe something therein, Pl.Lg. 905b, cf. Grg. 457c;τι ἐν τῇ ζητήσει Id.R. 368e
; ἵν' ἃ πανουργεῖς μὴ καθορᾷ σου that he may not observe thy knavish tricks, Ar.Eq. 803; also κ. τὰς τρίχας εἰ.. to look and see whether.., Hdt.2.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθοράω
-
4 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). -
5 προευτρεπίζω
A adjust, make ready before,παρασκευήν Iamb.Comm.Math.15
; prepare,τινὰ ἐπὶ τὸ ἀγαθόν Id.Protr.1
;ἕδραν τῷ φωτί Id.Myst.3.14
;τι τῇ ζητήσει Hero Deff.136.13
:—[voice] Med., J.AJ20.4.2; προευτρεπισμένος τι having it ready, Hld.7.24:—[voice] Pass., [tense] aor.1 part., Ph.1.212; moved before,J.
AJ20.6.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προευτρεπίζω
-
6 ἀναστρέφω
Aἀνέστροφαν Cerc.Fr.17.30
:—turn upside down, μήπως.. δίφρους ἀνστρέψειαν might upset them, Il.23.436;ὁ θεὸς πάντ' ἀ. πάλιν E.Supp. 331
;ἀ. γένος Ar.Av. 1240
; τὴν ζοήν Cerc.l.c.; ἀ. καρδίαν upset the stomach, i.e. cause sickness, Th.2.49; reverse, A.Pers. 333, Ar.Pl. 779:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀναστραφήσεσθαι τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα Isoc.5.64
: [tense] pf.ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας Id.6.66
codd.; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει turned up by digging, Hdt.6.47, cf. X.Oec. 16.12.2 invert order of words or statements, Demetr.Eloc.11, al., Hermog.Id.1.11:—also in [voice] Pass., with ref. to ἐπαναστροφή (q. v.), ib.12.3 = ἀρνεῖσθαι, S.Fr. 1012.II turn back, Com.Adesp. 22.73D.; bring back,τινὰ ἐξ Ἅιδου S.Ph. 449
, cf. E.Hipp. 1228;ἀ. δίκην τινί Id.Ba. 793
; ὄμμ' ἀ. κύκλῳ to roll it about, Id.Hel. 1557.2 intr., turn back, retire, Hdt.1.80, etc.; esp. in part., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν X An.1.4.5, etc.; but also, rally, of troops, Th.4.43, X.HG6.2.21, cf. B.111.1:—ἀναστρέφον, τό, v. a)nakukliko/s.2 Math., convertendo,Euc.
5.19Cor.; so in Logic,οἱ ἀντιστρέφοντες οὐχ οἱ ἀναστρέφοντες ἀλλήλοις λόγοι συναληθεύονται Gal.11.465
.B [voice] Pass., v. supr. A.1.II dwell in a place, ἀλλά τιν' ἄλλην γαῖαν ἀναστρέφομαι go to a place and dwell there, Od.13.326, cf. Call. Lav.Pall.76, Aet.1.1.6 (soἀναστρέφειν πόδα ἐν γῇ E.Hipp. 1176
);ἀναττρέφεσθαι ἐν Ἀργει Id.Tr. 993
; ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, go about in public, X.HG6.4.16, Pl.R. 558a;ἀ. ταύτῃ Th.8.94
;ἐν εὐφροσύναις X.Ag.9.4
;ἐν τοῖς ἤθεσι Pl.Lg. 865e
; ἀ. ἐν ξυμμαχίᾳ continue in an alliance, X.HG7.3.2;ἀ. ἐν γεωργίᾳ
to be engaged in..,Id.
Oec.5.13;ἐπὶ κυνηγεσίαις Plb.32.15.9
; ἀ. ἔν τινι dwell upon, in writing, Apollon. Cit.2: generally, conduct oneself, behave,ὡς δεστότης X.An.2.5.14
; ; θρασέως, ἀχαρίστως καὶ ἀσεβῶς εἴς τινα, Plb.1.9.7, 23.17.10;ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὁσίως IG12(7).233
([place name] Amorgos);ὡς τὰ παιδία Epict.Ench.29.3
;πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ θεοῦ ἀ. 1 Ep.Ti.3.15
.2 revolve, like the sun in the heavens, X.Mem.4.3.8.III of soldiers, face about, rally, Id.An.1.10.12, HG6.2.20, etc.2 to be reversed or inverted,ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται Id.Hier.4.5
, cf. Cyr.8.8.13, Arist. Mech. 854a10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστρέφω
-
7 ἐπιμένω
A stay on, tarry, abs., Il.19.142, Od.17.277; ἐπιμεῖναι ἐςαὔριον 11.351
; ἄγε νῦν ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω do you wait, and I will put on my armour, Il.6.340; alsoἐ. ἐνὶ μεγάροισιν.. ὄφρα.. Od. 4.587
;ἐ. ἵνα.. h.Cer. 160
, Ar.Nu. 196; soἐ. ἐς τε.. X.An.5.5.2
: after Hom., remain in a place,ἐ. ἐν τῇ πόλει And.1.75
, etc.; ἐπί τῇστρατιᾷ X.An.7.2.1
.2. abs., remain in place, continue as they are, of things, Th.4.4, Pl.Phd. 80c, X.Cyn.6.4; keep one's seat, of a horseman, Id.Cyr.1.4.8; stay behind in a place, Str.10.2.24.3. continue in a pursuit, ἐπὶ τῇ ζητήσει, ἐπὶ λόγῳ, Pl.La. 194a, Tht. 179e; ἐπὶ τοῖςδοξαζομένοις Id.R. 490b
;ἐπὶ τοῦ κακουργήματος D.24.86
;ἐπὶ τῆς πολιορκίας Plb.1.77.1
; c.dat., persist in,τῇ ἀπονοία PTeb.424.4
(iii A.D.); continue treatment, ἐ.βοηθήματι Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.83; cleave to,μιᾷ γυναικί PSI3.158.26
(iii A.D.): also c. part., ἐ. ἐπὶ τῶν ἵππωνὀρθὸς ἑστηκώς Pl.Men. 93d
, cf.Ev.Jo.8.7; spend time over,ὑποδείγμασι A.D.Synt.166.14
.4. abide by, ταῖς σπονδαῖς dub. l. in X.HG.3.4.6.5. endure,τοῖς συμβεβηκόσι Sor.1.3
.II. c. acc., await, be in store for, (lyr.), v.l.in Id.Ph. 223 (lyr.), cf. Pl.R. 361d: c. [tense] aor. inf.,ἐ. τι τελεσθῆναι Th.3.2
; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα not to wait so as to.., S.Tr. 1176: c. [tense] fut. inf., Th.3.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμένω
-
8 ὑποκατακλίνω
A lay down under:—[voice] Pass., lie down under, Plu.2.50d; of a wrestler allowing himself to be beaten, ib.58f.II [voice] Pass. also, lie or sit lower at table, τινι ib.618e;πάντων J.AJ12.4.9
(so, more rarely, in [voice] Act., seat under another at table, τινα Luc.Gall.11).2 metaph., give way, submit, be complaisant, τινι to one, Pl.R. 336c; ἀλλήλοις ἐν τῇ ζητήσει ib.e;ὑ. τισὶ τῆς ἀξιώσεως D.H.6.24
,71: abs., give in, D. 9.64, Plu.Pomp.75, etc.;θεραπεύων καὶ -όμενος D.Chr.6.57
.3 ὑ. τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι desist from further opposition, J.AJ 18.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκατακλίνω
См. также в других словарях:
ζητήσει — ζήτησις seeking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ζητήσεϊ , ζήτησις seeking fem dat sg (epic) ζήτησις seeking fem dat sg (attic ionic) ζητέω seek aor subj act 3rd sg (epic) ζητέω seek fut ind mid 2nd sg ζητέω seek fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
поискати — (39), ПОИЩ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Постараться найти, поискать: Въ град‹ѣ› въ немь‹же живе›ши. и въ инѣхъ окрьстьнихъ. поишти ли ѥдиного чл҃вка. бо˫аштѧсѧ б҃а. Изб 1076, 14 об.; поищеть капл˫а водьны˫а палимъ. (ζητήσει) СбТр XII/XIII, 22; ѹтрѹ же бывшю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek