-
1 διατριβω
1) растирать(ῥίζαν χερσί Hom.)
2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть(κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.)
3) сдерживать, унимать(τὸν χόλον τινός Hom.)
4) откладывать, оттягивать(γάμον Hom.)
5) задерживать(τοὺς πρέσβεις Plut.)
μέ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. — не будем медлить с отъездом6) ( о времени) тратить, проводить(χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.)
7) проводить время(μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὴ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὴ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὴ τοῖς ἰδίοις Isocr.)
διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. — они занимаются другими делами8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.9) пребывать, находиться(ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.)
-
2 επιμενω
1) оставаться (еще), медлить, выжидать(εἰ δ΄ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.)
ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. — подожди, надену Ареевы доспехи2) ожидать, быть участью, предстоять(τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.)
3) оставаться, пребывать(ἐς αὔριον Hom.; ἐπὴ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT.)
4) оставаться без изменений, сохранятьсяἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat. — сохраняться в течение довольно долгого времени
5) оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать(ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT.)
ἐπέμενε ἐπὴ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. — он твердо и прямо держался на колеснице;ἐ. ἐπὴ τῇ ζητήσει Plat. — упорно продолжать исследование;ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. — соблюдать перемирие;ἐ. τῷ μέ ἀδικεῖν Xen. — (строго) воздерживаться от несправедливостей;ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. — так как ветер не утихал6) оставаться на поверхности(τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.)
-
3 ξυμπαραλαμβανω
1) забирать с собой(τινά Plat.)
σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. — делать кого-л. соучастником (своих) поисков2) приобщать, включать, присоединять(σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.)
3) принимать во внимание, учитывать(τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.)
-
4 ποριζω
(fut. πορίσω и ποριῶ)1) приводить, привозить(τινὰ πρὸς μέλαθρά τινος Soph.)
2) доставлять, предоставлять, давать(πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἀγαθόν Arph.; τροφέν, τοῖς στρατιώταις Isocr.; τοῖς μαθηταῖς ἀλήθειαν Plat.)
θεῶν ποριζόντων καλῶς Eur. — если боги (так) благосклонны;πορίζεσθαι τὰς ἡδονάς Plat. — доставлять себе наслаждения;πορίζεσθαι τέν δαπάνην Thuc. — добывать себе денежные средства;πορίζεσθαι μάρτυρας Lys. — доставать себе свидетелей;πορίζεσθαι τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Plat. — дать ответ на вопрос;ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Thuc. — приготовления были уже закончены3) придумывать, изобретать(μηχανήν τινα κακῶν Eur.; med. πρόφασιν τῆς ἁμαρτίας Lys.)
-
5 προπετευομαι
-
6 συμπαραλαμβανω
1) забирать с собой(τινά Plat.)
σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. — делать кого-л. соучастником (своих) поисков2) приобщать, включать, присоединять(σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.)
3) принимать во внимание, учитывать(τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.)
См. также в других словарях:
ζητήσει — ζήτησις seeking fem nom/voc/acc dual (attic epic) ζητήσεϊ , ζήτησις seeking fem dat sg (epic) ζήτησις seeking fem dat sg (attic ionic) ζητέω seek aor subj act 3rd sg (epic) ζητέω seek fut ind mid 2nd sg ζητέω seek fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
поискати — (39), ПОИЩ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Постараться найти, поискать: Въ град‹ѣ› въ немь‹же живе›ши. и въ инѣхъ окрьстьнихъ. поишти ли ѥдиного чл҃вка. бо˫аштѧсѧ б҃а. Изб 1076, 14 об.; поищеть капл˫а водьны˫а палимъ. (ζητήσει) СбТр XII/XIII, 22; ѹтрѹ же бывшю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… … Dictionary of Greek
ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… … Dictionary of Greek
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
σκλήρος — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek