Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐνάργημα

См. также в других словарях:

  • ενάργημα — ἐνάργημα, το (Α) 1. αυτό που διακρίνεται ξεκάθαρα, που φαίνεται ευκρινώς, το σαφώς αντιληπτό, δεδομένο τής πείρας 2. στον πληθ. σαφή γεγονότα …   Dictionary of Greek

  • ἐνάργημα — clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργημάτων — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργήμασι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργήμασιν — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργήματα — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναργήματι — ἐνάργημα clearly perceived phenomenon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναργής — ές (AM ἐναργής, ές) 1. ευκρινής, εμφανής, σαφής, καθαρός, ολοφάνερος («ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου ἐναργεστάτην», Ηροδ.) 2. (για λόγο) σαφής, ευνόητος, κατανοητός («σημεῑα ἐναργέστερα», Πλάτ.) αρχ. 1. αισθητός, ορατός («χαλεποὶ δὲ θεοὶ φαίνεσθαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»