Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀργεννός

См. также в других словарях:

  • ἀργεννός — white masc nom sg (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργεννός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 240 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου. * * * ἀργεννός, ή, όν (Α) λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αργεσ νός < θ. *αργεσ , παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής) …   Dictionary of Greek

  • ἀργεννά — ἀργεννός white neut nom/voc/acc pl (epic aeolic) ἀργεννά̱ , ἀργεννός white fem nom/voc/acc dual (epic aeolic) ἀργεννά̱ , ἀργεννός white fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννῶν — ἀργεννός white fem gen pl (epic aeolic) ἀργεννός white masc/neut gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννόν — ἀργεννός white masc acc sg (epic aeolic) ἀργεννός white neut nom/voc/acc sg (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργενναῖς — ἀργεννός white fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργενναί — ἀργεννός white fem nom/voc pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννοῖο — ἀργεννός white masc/neut gen sg (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννοῖς — ἀργεννός white masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννοῖσι — ἀργεννός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργεννοῖσιν — ἀργεννός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»