Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐντιμότερον

См. также в других словарях:

  • ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»