Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐντερο-

См. также в других словарях:

  • έντερο — έντερο, το και άντερο, το (ανατ.), το μέρος του πεπτικού σωλήνα που αρχίζει από το στομάχι και φτάνει στον πρωκτό, μέσα στο οποίο αποτελειώνεται η πέψη των τροφών, γίνεται η απομύζησή τους και μετατρέπονται τα κατάλοιπά τους σε περιττώματα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • λεπτό έντερο — Βλ. λ. έντερο …   Dictionary of Greek

  • παχύ έντερο — Το τελικό τμήμα του εντέρου …   Dictionary of Greek

  • πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… …   Dictionary of Greek

  • ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβάδωση — Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»