-
1 έντερο
1) gut2) intestineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έντερο
-
2 ἐντεροκηλήτης
A one who suffers from rupture, Gloss.:—hence [suff] ἐντερο-κηλικός, ή, όν, suffering from intestinal hernia, Dsc.1.110.2, Gal.14.789.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροκηλήτης
-
3 ἐντεροειδής
ἐντερο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροειδής
-
4 ἐντεροκήλη
ἐντερο-κήλη, ἡ,A intestinal hernia, rupture, Dsc.1.74 (pl.), Gal.7.36, Cels.7.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροκήλη
-
5 ἐντεροπράτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροπράτης
-
6 ἐντεροπώλης
A tripe-seller, AB379.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροπώλης
-
7 ἐντεροφύλαξ
A surgical instrument, Hermes 38.282.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντεροφύλαξ
-
8 κήλη
Grammatical information: f.Meaning: `tumour; rupture, hernia' (Hp., AP), `hump' (Eup., Arist.);Dialectal forms: Att. κάληCompounds: as 1. member in κηλο-τομία `operation for hernia'; as 2. member in ἐντερο-, σαρκο-κήλη (medic.; Strömberg Wortstudien 69f.).Derivatives: κηλήτης, Att. καλήτης m. `with hernia' (Str., Gal., Phryn.), ( ἐντερο-)-κηλικός (Dsc., Gal.); κάλαμα ὄγκος H. (Chantraine Formation 186f.); denomin. verb καλάζει ὀγκοῦται. Άχαιοί H. On κηλᾶς bird s. v.Etymology: The difference between Ion. κήλη and Att. κάλη (acc. to gramm. α long) is not explained. `Rückverwandlung' of PAtt. η \> ᾱ cannot be accounted for; diff. ablaut-forms: *κᾱϜ-ελ-ᾱ \> κήλη, *κᾰϜ-ελ-ᾱ \> κάλη (Kretschmer KZ 31, 471f. doubting) is not attractive. Then κάλη must be an unattic term (Björck Alpha impurum 70 doubting); there is no proof. - A remarkable agreement gives a Germanic term for `groin rupture', OWNo. haull m., OE hēala m., OHG hōla f., PGm. * haula(n)-, - ō(n); from Slavic territoy we find with the same meaning Csl. kyla, Russ. kilá, also `knag on a tree', with Lith. kū́las `navel-rupture(?)', kū́la `thickening, swelling, knag'. Al forms mentioned can go back on an l-stem *kāu̯el-, kaul-, kūl- (cf. on ἥλιος). - Pok. 536f., W.-Hofmann s. cūlus, Vasmer Wb. s. kilá.Page in Frisk: 1,839-840Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κήλη
-
9 ἔντερα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `intestines, bowels', also sg. `gut' (Il.).Compounds: As 1. member e. g. in ἐντερο-κήλη `breach of the intestines, Hernia' (Dsc., Gal.; s. Risch IF 59, 285, Strömberg Wortstudien 69).Derivatives: Deminut. ἐντερίδια (Com.); also ἐντέριον (M. Ant. 6, 13?; form and meaning uncertain); ἐντεριώνη `inside of a fruit, heart-wood of a plant, a tree' (Hp., Thphr.; Strömberg Theophrastea 127f.); formation as ἰασιώνη, εἰρεσιώνη (Chantraine Formation 208); ἐντερόνεια (Ar. Eq. 1185) meaning unclear; acc. to H. and Suid. = ἐντεριώνη; adjectives ἐντερικός `of the ἔ.' (Arist.), ἐντέρινος `made from bowels' (Sch.); denomin. verb ἐντερεύω `take out fishes' (Kom.).Etymology: Old word for intestines identical with Arm. ǝnder-k`, -ac̣ pl. (Gr. LW [loanword]?, Hübschmann Armen. Gramm. 1, 447f.), identical with OWNo. iđrar pl. (PGm. * inÞerōz). The original adjectivial meaning in Skt. ántara-, Av. antara- `being inside', with Osc. Entraí dat. sg. *`Interae', name of a goddess; in Latin replaced by interior. IE * h₁enter-o, adjective from an adv. * enter, preserved in Skt. antár `inside', Lat. inter `between'. Besides OHG untar, Osc. anter `under' = `between' from the zero grade *n̥ter; further see Pok. 313, W.-Hofmann s. inter, interior, Ernout-Meillet s. in. - The basis is the adverb *en (s. ἔν) with the comparative-suffix - ter; s. Benveniste Noms d'agent 120f.Page in Frisk: 1,524-525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔντερα
См. также в других словарях:
έντερο — έντερο, το και άντερο, το (ανατ.), το μέρος του πεπτικού σωλήνα που αρχίζει από το στομάχι και φτάνει στον πρωκτό, μέσα στο οποίο αποτελειώνεται η πέψη των τροφών, γίνεται η απομύζησή τους και μετατρέπονται τα κατάλοιπά τους σε περιττώματα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
λεπτό έντερο — Βλ. λ. έντερο … Dictionary of Greek
παχύ έντερο — Το τελικό τμήμα του εντέρου … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
αμοιβάδωση — Λοιμώδης νόσος, πολύ μεταδοτική, η οποία οφείλεται στην ιστολυτική αμοιβάδα που ζει στο παχύ έντερο. Το μονοκύτταρο αυτό πρωτόζωο εγκαθίσταται στο λεπτό έντερο του ανθρώπου. Κλινικά, η νόσος διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια μορφή· στην πρώτη… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek