-
1 ενσκιμπτω
эп. ἐνισκίμπτω (во что-л.)1) упирать2) вонзать(δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Hom.)
3) бросать, низвергать(κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pind.)
-
2 ἐνσκίμπτω
1 hurl upon αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον ( ἐνέσκηψεν v. l.) P. 3.58 -
3 ἐνσκίμπτω
A lean upon, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, of horses hanging their heads in grief for their master's loss, Il.17.437; fix, plant in,βέλος ἐνισκ. τινί A.R.3.153
; ἐ. βολῇσι smite with its beams, of dawn, Id.4.113:— [voice] Pass., stick in,δόρυ οὔδει ἐνεσκίμφθη Il.16.612
.II hurl upon one,κεραυνὸς ἐνέσκιμψε μόρον Pi.P.3.58
(v.l. ἐνέσκηψε); ὁππότ' ἀνίας.. πραπίδεσσιν ἐνισκίμψωσιν Ἔρωτες A.R.3.765
; of a snake,ἐνισκ. ἰόν Nic.Th. 140
; βλοσυρὸν δάκος ib. 336.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσκίμπτω
-
4 ἐνσκίμπτω
ἐνσκίμπτω: see ἐνισκίμπτω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνσκίμπτω
-
5 ἐνσκίμπτω
ἐν-σκίμπτω, fest daran heften, οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήατα, die Köpfe starr gegen die Erde kehrend; εἴ κεν ἐνισκίμψῃς κούρῃ βέλος, wenn du sie getroffen. Pass., δόρυ οὔδει ἔνεσκίμφϑη, blieb im Boden stecken -
6 ενισκίμψη
ἐνσκίμπτωlean upon: aor subj act 3rd sgἐνσκίμπτωlean upon: aor subj mp 2nd sgἐνσκίμπτωlean upon: fut ind mp 2nd sg -
7 ἐνισκίμψῃ
ἐνσκίμπτωlean upon: aor subj act 3rd sgἐνσκίμπτωlean upon: aor subj mp 2nd sgἐνσκίμπτωlean upon: fut ind mp 2nd sg -
8 ενισκιμπτω
эп. = ἐνσκίμπτω См. ενσκιμπτω -
9 ἐνι-σκίμπτω
ἐνι-σκίμπτω, p. = ἐνσκίμπτω, w. m. s.
-
10 ενεσκίμφθη
-
11 ἐνεσκίμφθη
-
12 ενισκιμφθέντος
-
13 ἐνισκιμφθέντος
-
14 ενισκίμφθη
-
15 ἐνισκίμφθη
-
16 ενισκίμψαντε
-
17 ἐνισκίμψαντε
-
18 ενισκίμψαντες
-
19 ἐνισκίμψαντες
-
20 ενισκίμψασα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω … Dictionary of Greek
ἐνισκίμψῃ — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd sg ἐνσκίμπτω lean upon aor subj mp 2nd sg ἐνσκίμπτω lean upon fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεσκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκιμφθέντος — ἐνσκίμπτω lean upon aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψαντε — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψαντες — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψωσιν — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνισκίμψῃς — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέσκιμψεν — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενισκίμπτω — ἐνισκίμπτω (Α) επικ. τ. τού ενσκίμπτω* … Dictionary of Greek