Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνσκίμπτω

См. также в других словарях:

  • ενσκίμπτω — ἐνσκίμπτω, ποιητ. τ. ἐνισκίμπτω (Α) [σκίμπτομαι] 1. γέρνω, ρίχνω προς τα κάτω («οὔδει ἐνισκίμψαντε καρήαντα [οἱ ἵπποι]», Ομ. Ιλ.) 2. εξακοντίζω 3. χτυπώ, πλήττω …   Dictionary of Greek

  • ἐνισκίμψῃ — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd sg ἐνσκίμπτω lean upon aor subj mp 2nd sg ἐνσκίμπτω lean upon fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεσκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκιμφθέντος — ἐνσκίμπτω lean upon aor part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκίμφθη — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκίμψαντε — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκίμψαντες — ἐνσκίμπτω lean upon aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκίμψωσιν — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκίμψῃς — ἐνσκίμπτω lean upon aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνέσκιμψεν — ἐνσκίμπτω lean upon aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενισκίμπτω — ἐνισκίμπτω (Α) επικ. τ. τού ενσκίμπτω* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»